1940-1941
ΕΝΑΣ ΟΡΕΙΝΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΚΕΙΜΕΝΟ: Αγγελική Δήμα - Δημητρίου, Ιστοριογράφος της ΔΙΣ/ΓΕΣ
Η ΠΟΛΙΤΙΚΟΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟ-ΙΤΑΛΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Ο Ελληνο-ιταλικός Πόλεμος 1940-1941 εντάσσεται στα πλαίσια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και αποτελεί μια πολεμική σύρραξη στον ευρύτερο στρατηγικό σχεδιασμό του Μουσολίνι στον χώρο της Μεσογείου. Τόσο όμως η Αγγλία, όσο και η Γερμανία, υποχρεώθηκαν να εμπλακούν σ' αυτόν τον πόλεμο, με αποτέλεσμα η σύρραξη να πάρει ευρύτερη διάσταση και να επηρεάσει την κατάσταση στη Μεσόγειο και κυρίως τη γερμανική εκστρατεία στη Σοβιετική Ένωση το 1941.
Στην Ευρώπη ο Χίτλερ, μετά από γρήγορες και θεαματικές νίκες, μεταξύ Σεπτεμβρίου 1939 και Ιουνίου 1940, είχε κατακτήσει την Πολωνία, τη Δανία, τη Νορβηγία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και τη Γαλλία. Μόνος ισχυρός αντίπαλος του ήταν η Μεγάλη Βρετανία, που μόλις είχε κερδίσει τη «Μάχη της Αγγλίας» και αγωνιζόταν να αποτρέψει τον κίνδυνο εισβολής στα νησιά της.
Παράλληλα, τον Απρίλιο του 1939, ο σύμμαχος του Χίτλερ, Μουσολίνι, κατέλαβε χωρίς σοβαρή αντίσταση την Αλβανία, ενώ στις 10 Ιουνίου 1940 εισήλθε στον πόλεμο και πρόσβαλε τη Γαλλία που κατέρρεε από τα νώτα. Λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1940, οι ιταλικές δυνάμεις στην Αφρική υποχρέωναν τους Βρετανούς να συμπτυχθούν στη Μάρσα Ματρούχ της Αιγύπτου. Το ίδιο χρονικό διάστημα οι συγκοινωνίες στη Μεσόγειο, εξαιτίας της συνθηκολόγησης της Γαλλίας και της ιταλικής δράσης, είχαν καταστεί δυσχερείς και επικίνδυνες.
Η Σοβιετική Ένωση, μετά το Σύμφωνο της 23ης Αυγούστου 1939 με τη Γερμανία (Σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότωφ), είχε κατακτήσει τις Βαλτικές χώρες, εδάφη της ανατολικής Πολωνίας και τις περιοχές Βεσσαραβία και Βουκοβίνα της Ρουμανίας, χωρίς να αναμιχθεί ακόμη στη σύρραξη.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρά την ευμενή στάση τους προς την Αγγλία, παρέμεναν ακόμη ουδέτερες, έχοντας το βλέμμα στραμμένο περισσότερο προς τον Ειρηνικό και λιγότερο προς την Ευρώπη, εξαιτίας της μεγάλης απειλής γι' αυτές από την Ιαπωνία, του τρίτου εταίρου του Άξονα.
Στα Βαλκάνια, η Γιουγκοσλαβία μετά την υπογραφή μυστικού συμφώνου φιλίας με τη Βουλγαρία, τον Ιανουάριο του 1937, εμφανιζόταν άλλοτε φιλοβρετανική και άλλοτε φιλοαξονική, ενώ η Βουλγαρία ασκούσε εφεκτική και καιροσκοπική πολιτική. Η Ρουμανία από το Σεπτέμβριο του 1940 είχε προσχωρήσει στον Άξονα και τα γερμανικά στρατεύματα είχαν εισέλθει στο έδαφός της. Η Τουρκία ήταν ουδέτερη και η στάση της, σε περίπτωση παραβίασης των ελληνικών συνόρων, ήταν απροσδιόριστη.
Ο Μουσολίνι, απόλυτος δικτάτορας στην Ιταλία από το 1922, φιλοδοξούσε να κυριαρχήσει στη Μεσόγειο. Γι' αυτό, μετά την αιφνιδιαστική κατάληψη της Αλβανίας, άρχισε να προκαλεί συνεχώς την Ελλάδα με συχνές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου και αεροπορικές επιθέσεις εναντίον ελληνικών πλοίων, αβάσιμες κατηγορίες για παροχή διευκολύνσεων σε βάσεις στις ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις των Βρετανών και μικροεπεισόδια στα σύνορα με τη Βόρεια Ήπειρο. Αποκορύφωμα ήταν ο τορπιλισμός του ελληνικού πολεμικού πλοίου «Ελλη» στο λιμάνι της νήσου Τήνου του Αιγαίου Πελάγους, στις 15 Αυγούστου 1940.
Όλα αυτά αποσκοπούσαν στο να προκαλέσουν τη βίαιη αντίδραση της Ελλάδας, γεγονός που θα παρείχε στην Ιταλία την αφορμή να επιτεθεί εναντίον της. Η Ελληνική Κυβέρνηση, διατηρώντας την ψυχραιμία της και μη επιθυμώντας να εμπλακεί η χώρα σε πόλεμο απέφευγε γενικά κάθε πρόκληση. Έτσι, έφτασε ακόμη να μην αποκαλύψει την εθνικότητα του υποβρυχίου που τορπίλισε το «Έλλη», παρά μόνο στις 30 Οκτωβρίου 1940, όταν είχε πλέον κηρυχθεί ο πόλεμος.
Η ευρύτερη περιοχή, όπου έλαβαν χώρα οι Επιχειρήσεις του Ελληνο-ιταλικού Πολέμου, ορίζεται από τη γραμμή Αυλώνας - Πόγραδετς προς τα βορειοδυτικά και την Ελληνο-αλβανική μεθόριο προς τα νοτιοανατολικά. Η περιοχή αυτή αποτελείται από πολλές παράλληλες οροσειρές που ακολουθούν τη γενική κατεύθυνση από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά. Οι περισσότερες απ' αυτές είναι δύσβατες και ακάλυπτες, ενώ μερικές κορυφές τους υπερβαίνουν τα 2.000 μέτρα. Μεταξύ αυτών των οροσειρών σχηματίζονται οι στενές κοιλάδες των ποταμών Αώου, Σαρανταπόρου, Καλαμά, Δρίνου και Δεβόλη
Το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο της περιοχής αυτής το 1940 ήταν φτωχό και επιπλέον μεταξύ της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου δεν υπήρχε οδική αρτηρία, γιατί παρεμβάλλεται ο ορεινός όγκος της Πίνδου. Έτσι, το όλο Θέατρο Επιχειρήσεων δημιουργούσε δυσκολίες όχι μόνο στη- στρατηγική συγκέντρωση του Στρατού, αλλά και στον ανεφοδιασμό και τις διακομιδές.
Το γεγονός αυτό επέβαλλε το διαχωρισμό του Θεάτρου Επιχειρήσεων και από τους δύο αντιπάλους σε δύο τμήματα, της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας, τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους με τον ορεινό τομέα της Πίνδου.
Το ιταλικό σχέδιο επιχειρήσεων προέβλεπε την ταχεία κατάληψη της Ηπείρου μέχρι την Πρέβεζα και τα νησιά του Ιονίου Πελάγους, με ταυτόχρονη ενέργεια από τα βορειοδυτικά, δια μέσου του ορεινού όγκου της Πίνδου. Στη συνέχεια, την ταχεία προέλαση δύο ισχυρών φαλάγγων προς την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη για την κατάληψη ολόκληρης της χώρας.
Για το σκοπό αυτό οι Ιταλοί διέθεταν:
* Το XXV Σώμα Στρατού (42.000 άνδρες) με δύο μεραρχίες Πεζικού («Φερράρα» και «Σιένα»), μία τεθωρακισμένη («Κενταύρων») και μία Ιππικού προσανατολισμένες προς την Ήπειρο.
* Το XXVI Σώμα Στρατού (44.000 άνδρες) με τρεις μεραρχίες Πεζικού («Πάρμα», «Πιεμόντε», «Βενέτσια»), προσανατολισμένες προς τη Δυτική Μακεδονία και την 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια» (10.800 άνδρες) που βρισκόταν μεταξύ των δύο παραπάνω Σωμάτων Στρατού, απέναντι στον τομέα της Πίνδου, ανάμεσα στις οροσειρές Σμόλικα και Γράμμου.
Το ελληνικό σχέδιο επιχειρήσεων, που καταρτίστηκε μετά την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς και ίσχυε στις 28 Οκτωβρίου 1940, ήταν βασικά αμυντικό και αντιμετώπιζε κατά περίπτωση, είτε ταυτόχρονη βουλγαρική και ιταλική επίθεση η μόνο ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας. Επιθετική ενέργεια θα αναλαμβανόταν σε δεύτερο στάδιο και εφόσον θα είχαν δημιουργηθεί οι κατάλληλες προϋποθέσεις για το σκοπό αυτό.
Ειδικότερα προς τα ελληνοαλβανικά σύνορα είχαν διατεθεί:
Στην Ήπειρο η VIII Μεραρχία Πεζικού (15 τάγματα Πεζικού).
Στη Δυτική Μακεδονία το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας με την ΙΧ Μεραρχία και την IV Ταξιαρχία Πεζικού σε πρώτο κλιμάκιο και την Ι Μεραρχία και την V Ταξιαρχία Πεζικού σε δεύτερο κλιμάκιο.
Στον Τομέα της Πίνδου το Απόσπασμα Πίνδου δυνάμεως περίπου ενός συντάγματος Πεζικού (51ο Σύνταγμα Πεζικού και 11/2 ορεινή πυροβολαρχία).
Συνολικά οι ελληνικές δυνάμεις ανέρχονταν σε 35.000 άνδρες.
Η αιφνιδιαστική εισβολή των ιταλικών δυνάμεων στο ελληνικό έδαφος άρχισε από τις 0530 της 28ης Οκτωβρίου 1940, με κύρια προσπάθεια στην Ήπειρο και στην ορεινή περιοχή της Πίνδου, από το Ιόνιο μέχρι το όρος Γράμμος.
Στο μέτωπο της Ηπείρου η VIII Μεραρχία πέτυχε να αναχαιτίσει τον αντίπαλο στην προωθημένη αμυντική τοποθεσία Ελαίας (Καλπάκι) - Καλαμά. Η μόνη επιτυχία των Ιταλών ήταν να διεισδύσουν σχετικά βαθιά στον παραλιακό τομέα χωρίς όμως κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, ένεκα της απειλής αποκοπής τους σε περίπτωση συνεχίσεως της προελάσεως.
Στον τομέα της Πίνδου επίσης, οι ελληνικές δυνάμεις, εξαιτίας της συντριπτικής υπεροχής των Ιταλών, εξαναγκάστηκαν να συμπτυχθούν σε σχετικά μεγάλο βάθος. Με την εσπευσμένη όμως συγκέντρωση των διαθέσιμων δυνάμεων και την αυθόρμητη συμπαράσταση και βοήθεια των κατοίκων της Πίνδου, οι ελληνικές δυνάμεις κατόρθωσαν να περισφίξουν και να εξαλείψουν στη συνέχεια τον ιταλικό θύλακα.
Παράλληλα στη Βορειοδυτική Μακεδονία οι ελληνικές δυνάμεις, από τις πρώτες ημέρες της ιταλικής επιθέσεως, ανέλαβαν την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων και πέτυχαν να καταλάβουν σημαντικά εδαφικά σημεία πέρα από τα σύνορα.
Κατά τη δεύτερη περίοδο του Πολέμου, από τις 14 Νοεμβρίου 1940 μέχρι τις 6 Ιανουαρίου 1941, ο Ελληνικός Στρατός ανέλαβε γενική αντεπίθεση για την πλήρη αποκατάσταση και σε βάθος εξασφάλιση της ακεραιότητας του εθνικού εδάφους με εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Έτσι, στο Νότιο τομέα, οι ελληνικές δυνάμεις δημιούργησαν ευνοϊκές προϋποθέσεις για την πλήρη διάνοιξη της κοιλάδας του Σιούσιτσα ποταμού και τη συνέχιση της προελάσεως προς τον Αυλώνα που ήταν και το μεγαλύτερο λιμάνι ανεφοδιασμού των ιταλικών δυνάμεων.
Στον Κεντρικό τομέα, παρά την ισχυρή αντίσταση των Ιταλών, πέτυχαν να φτάσουν μέχρι τέλος Δεκεμβρίου στην Κλεισούρα και να έχουν ετοιμότητα να καταλάβουν τον ομώνυμο οδικό κόμβο.
Στο Βόρειο τομέα, κατέλαβαν το ζωτικό κόμβο της Κορυτσάς, τον οποίο εξασφάλισαν, μετά από σκληρό αγώνα από τα δυτικά και βορειοδυτικά.
Κατά την περίοδο αυτή η Ελληνική Διοίκηση ενέπλεξε επτά νέες μεραρχίες Πεζικού (ΙΙ, ΙΙΙ, IV, X, XIII και XVII), ενώ οι Ιταλοί ενισχύθηκαν με οκτώ μεραρχίες Πεζικού (2η - Αλπινιστών «Τριντεντίνα», 4η - Αλπινιστών «Κουνεένσε», 11η - «Μπρένερο», 33η - «Ακουι», 37η - «Μοντένα», 48η - «Τάρο», 50η - Αλπινιστών «Πουστερία», 53η - «Αρέτζο» καθώς και μεγάλο αριθμό διαφόρων άλλων μονάδων δυνάμεως συντάγματος ή τάγματος.
ΟΙ ΧΕΙΜΕΡΙΝΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΕΑΡΙΝΗ ΕΠΙθΕΣΗ ΤΩΝ ΙΤΑΛΩΝ 7 ΙΑΝ - 26 ΜΑΡ 1941
Στο χρονικό διάστημα από 7 Ιανουαρίου -26 Μαρτίου 1941 έγιναν στον Κεντρικό τομέα του μετώπου οι σκληρότεροι και πιο αιματηροί αγώνες μεταξύ των αντίπαλων δυνάμεων σε όλη τη διάρκεια του πολέμου (βλέπε Σχεδιάγραμμα 4).
Οι ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν, ύστερα από σκληρές μάχες, το σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο της Κλεισούρας, τον οποίο και εξασφάλισαν με αγώνες που συνεχίστηκαν παρά τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, τις δυσχέρειες ανεφοδιασμού των μονάδων και τα κρούσματα παγοπληξίας που υπερέβαιναν τις απώλειες μάχης.
Οι Ιταλοί, αποδίδοντας ιδιαίτερη σημασία στο ζωτικό αυτό χώρο, επιχείρησαν να ανακαταλάβουν την Κλεισούρα χωρίς όμως επιτυχία.
Το σημαντικότερο γεγονός στην Τρίτη αυτή περίοδο του Ελληνο-ιταλικού Πολέμου υπήρξε η μεγάλη «Εαρινή» επίθεση του Ιταλικού Στρατού. Η ιταλική επίθεση άρχισε το πρωί της 9ης Μαρτίου και συνεχίστηκε με αμείωτη σφοδρότητα μέχρι τις 14 Μαρτίου χωρίς όμως να σημειώσει καμιά επιτυχία, χάρη στο ακατάβλητο θάρρος και την αυτοθυσία των Ελλήνων μαχητών, οι οποίοι δεν παραχώρησαν ούτε σπιθαμή ελληνικού εδάφους στους επιτιθέμενους Ιταλούς.
Πριν αναχωρήσει ο Μουσολίνι από τα Τίρανα για τη Ρώμη, είπε στο Στρατηγό Πρίκολο: «Σας εκάλεσα διότι απεφάσισα να επιστρέψω εντός της αύριον εις την Ρώμην. Αηδίασα απ' αυτό το περιβάλλον. Δεν επροχωρήσαμεν ούτε- βήμα. Μέχρι τούδε με έχουν εξαπατήσει. Περιφρονώ βαθύτατα όλους αυτούς τους ανθρώπους (Σ.Σ. εννοεί τους στρατιωτικούς αρχηγούς του). Απόψε υπέβαλα λεπτομερή έκθεσιν επί της καταστάσεως, εις τον Βασιλέα».
Η γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας στις 6 Απριλίου 1941 λύτρωσε τελικά τις ιταλικές δυνάμεις από την ήττα που υπέστησαν στα ηπειρωτικά βουνά, σ' ένα τραχύ εδαφοκλιματολογικό περιβάλλον.
Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΟΙΤΑΛΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
Ο Ελληνο-ιταλικός Πόλεμος ήταν κατ' εξοχήν πόλεμος ορεινού αγώνα. Ο Ελληνικός Στρατός αντιμετώπισε με περιορισμένα μέσα άμυνας σε ορεινό και δύσβατο έδαφος Στρατό μεγάλης ευρωπαϊκής δυνάμεως, εφοδιασμένο με σύγχρονα μέσα και ιδιαίτερα με άρματα μάχης και ισχυρή αεροπορία.
Παρ' όλα αυτά οι επιθετικές επιχειρήσεις που ανέλαβαν οι ελληνικές δυνάμεις από τις 14 Νοεμβρίου 1940 στέφθηκαν με επιτυχία. Δεν έγινε όμως δυνατή η πραγματοποίηση ευρείας εκμεταλλεύσεως των επιτυχιών αυτών, αν και παρουσιάστηκαν ευκαιρίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σημαντικά αποτελέσματα, γιατί ο Ελληνικός Στρατός στερούνταν τεθωρακισμένων και ταχυκίνητων μέσων ενώ η Ιταλική Αεροπορία σχεδόν κυριαρχούσε στον αέρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κατάληψη της Κορυτσάς, όπως αναφέρεται στην Έκθεση Πεπραγμένων του Διοικητή του Γ Σώματος Στρατού:
«Η Κορυτσά κατελήφθη στις 1800 της 22ης Νοεμβρίου, ημέρα Παρασκευή (ένατη ημέρα της επιθέσεως).
Αναμφισβήτητα η Κορυτσά ήταν δυνατό να καταληφθεί από τις 19 Νοεμβρίου οποιαδήποτε ημέρα μέχρι τις 22 Νοεμβρίου.
Κατελήφθη όμως το βράδυ της 22ης Νοεμβρίου για να μην είναι αμφίβολη η διατήρηση της. Διατρέχουμε, εξαιτίας της ελλείψεως αντιαρματικών μέσων, τον κίνδυνο να υποστούμε επιθετική επιστροφή του εχθρού με αρματικά μέσα και να εγκαταλείψουμε προς στιγμήν την πόλη, οπότε η απήχηση θα ήταν χείριστη για την ψυχοσύνθεση του Έλληνα μαχητή. Εξαιτίας αυτού καταλαμβάναμε τα σημεία που θα μπορούσαμε να κρατήσουμε ασφαλώς και τα οποία μας παρείχαν βάσεις για την παραπέρα προχώρηση μας».
Η αδυναμία αυτή ανάγκαζε τις ελληνικές δυνάμεις να αποφεύγουν τις πεδινές ζώνες και να κινούνται ελισσόμενες κυρίως δια μέσου ορεινών διαβάσεων, όπως κατά τις επιχειρήσεις για την κατάληψη των ορεινών όγκων Μοράβα - Ιβάν, όπου η κύρια προσπάθεια του Γ Σώματος Στρατού εκδηλώθηκε σε έδαφος πολύ δύσβατο και ορεινό. Έτσι, οι ελληνικές δυνάμεις απέφευγαν την επέκταση της επιθέσεως κατά μήκος του πεδινού διαδρόμου της άνω κοιλάδας του Δεβόλη ποταμού επειδή, λόγω της παντελούς έλλειψης τεθωρακισμένων μέσων και της ανεπάρκειας αντιαρματικών, υπήρχε άμεσος κίνδυνος πλευροκόπησης των ελληνικών δυνάμεων στον πεδινό διάδρομο από τα εχθρικά άρματα μάχης. Επιπλέον, ο Δεβόλης ποταμός που περιβάλλει το όρος Μοράβα, παρουσίαζε σοβαρό εμπόδιο στην κίνηση των στρατευμάτων γιατί οι απότομες όχθες και το βάθος του τον καθιστούσαν βατό σε ελάχιστα σημεία, τα οποία μάλιστα ήταν ισχυρά προστατευμένα.
Αποτέλεσμα της κίνησης μέσω ορεινών διαβάσεων ήταν η επιμήκυνση των φαλάγγων, η επαύξηση της κόπωσης των ανδρών και των κτηνών και η δημιουργία δυσχερειών στους ανεφοδιασμούς και τις διακομιδές.
Για την αντιμετώπιση των πράγματι βασανιστικών αυτών προβλημάτων των μαχόμενων τμημάτων χρειάστηκε πολλές φορές να χρησιμοποιηθούν και ομάδες από χωρικούς, γυναίκες και παιδιά ακόμη της Πίνδου, της Ηπείρου και οι Έλληνες της Βόρειας Ηπείρου που προσέρχονταν αυθόρμητα και μετέφεραν στους ώμους τους τα φορτία, κινούμενοι σε δύσβατα εδάφη κάτω από πολύ δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Στην Έκθεση του ΙΙΙ Γραφείου του Επιτελείου του Β' Σώματος Στρατού σημειώνεται:
«Ήταν συγκινητικό να βλέπει κανείς γυναίκες, μικρά παιδιά, γέροντες και γριές να μεταφέρουν, πορευόμενοι όλη την ημέρα, πάνω σε μικρά υποζύγια, όνους και ημίονους και στους ώμους τους τρόφιμα για τον μαχόμενο Στρατό με πρόσωπα χαρωπά και με φανατικό ενθουσιασμό».
Έτσι, οι κάτοικοι των περιοχών αυτών παρουσίαζαν στους Έλληνες στρατιώτες που ήδη μάχονταν με σθένος και απαράμιλλο ψυχικό μεγαλείο ένα λαμπρό παράδειγμα πατριωτισμού, αυτοθυσίας και μαχητικότητας.
Αντίθετα, στις πεδινές ζώνες ο αντίπαλος, χάρη στα μηχανοκίνητα μέσα που διέθετε, κατόρθωνε να αποσύρεται γρήγορα και να εγκαθίσταται οπουδήποτε αλλού με σχετική άνεση, ενώ στις ορεινές περιοχές επιβράδυνε την ελληνική προώθηση με λίγες σχετικά δυνάμεις. Επιπλέον, οι νεοεμπλεκόμενες στον αγώνα ιταλικές μονάδες, μεταφέρονταν γρήγορα στο μέτωπο με αυτοκίνητα, ενώ οι αντίστοιχες ελληνικές, στερούμενες τέτοιων μεταφορικών μέσων, έφταναν στο μέτωπο ύστερα από μακρινές νυχτερινές πορείες (250-400 χιλιόμετρα), με αποτέλεσμα να μην μπορούν να λάβουν αμέσως μέρος στον αγώνα.
Στο ημερολόγιο Επιχειρήσεων της ΙΙ Μεραρχίας από 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι 22 Ιανουαρίου 1941 διαβάζουμε:
«Τόσο οι άνδρες, όσο και τα κτήνη που έφτασαν οδικώς από την περιοχή της Καλαμπάκας και του Βόλου, συνεχώς πορευόμενοι, είχαν υπέρμετρα καταπονηθεί. Τέτοια ήταν μάλιστα η καταπόνηση των κτηνών, ώστε τα περισσότερα από αυτά ήταν ανίκανα να βαστάζουν τους φόρτους τους, επειδή είχαν υποστεί τη δυσμενή επίδραση των καιρικών συνθηκών, της κακής διατροφής και της άθλιας καταστάσεως του οδικού δικτύου. Οι άνδρες όμως, παρά τις συνεχείς βροχές και την εν γένει κακοκαιρία, διατηρούν αμείωτο το ηθικό τους και καταβάλλουν υπέρμετρες προσπάθειες, για να φέρουν σε αίσιο πέρας τον αγώνα που έχει αναληφθεί».
Στον τομέα της Υγειονομικής Υπηρεσίας, εξαιτίας του αγώνα σε ιδιαίτερα ορεινό έδαφος, αρχικά παρουσιάστηκαν πολλές δυσχέρειες και προβλήματα. Από την Έκθεση του Διευθυντή της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου (ΤΣΗ), από τις 18 Δεκεμβρίου 1940 μέχρι τη διάλυσή του, διαβάζουμε:
«... Η φύσις του εδάφους και η τακτική του πολέμου ιδίως με τας αεροπορικός επιδρομάς, ως και αι εκτάσεις των τομέων εκάστης μεραρχίας εκώλυον την ταχείαν και έγκαιρον ιατρικήν περίθαλψιν των τραυματιών και ασθενών ...». Στη συνέχεια όμως, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του Στρατού ενισχύθηκαν τα στρατιωτικά νοσοκομεία, δημιουργήθηκαν νέα, αναπτύχθηκαν νοσηλευτικοί σχηματισμοί εκστρατείας, ορεινά χειρουργεία, μετακινήθηκαν ανεφοδιαστικά όργανα και συστάθηκαν ειδικά σώματα διακομιδής. Οι διακομιδές πραγματοποιούνταν κατ' ανάγκη τη νύχτα για την αποφυγή των αεροπορικών επιδρομών, με αποτέλεσμα τις γνωστές δυσμενείς επιπτώσεις για τους διακομιζόμενους και το προσωπικό.
Τέλος, η υγειονομική υποστήριξη των μαχομένων υπήρξε αρκετά ικανοποιητική και με τη βοήθεια του Υπουργείου Εθνικής Πρόνοιας, την εθελοντική προσφορά υπηρεσιών των Αδελφών Νοσοκόμων, του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, διαφόρων οργανώσεων και συλλόγων και τέλος πολλών επώνυμων και ανώνυμων Ελληνίδων.
Ένα άλλο σοβαρότατο πρόβλημα που δημιουργήθηκε και στους δύο αντιμαχόμενους εξαιτίας του ορεινού εδάφους, του ύψους του χιονιού και του πολικού ψύχους που επικρατούσε, ήταν τα κρυοπαγήματα που τις περισσότερες φορές προκαλούσαν μεγαλύτερες απώλειες απ' αυτές των σκληρών μαχών (25.000 Έλληνες - 22.000 Ιταλοί παγόπληκτοι). Στην Έκθεση της Διευθύνσεως Υγειονομικής Υπηρεσίας του Γενικού Στρατηγείου αναφέρεται συγκεκριμένα:
«... Καθ' όλον το εξάμηνον διάστημα διεκομίσθησαν εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) σχεδόν τραυματίαι, παγόπληκτοι και ασθενείς ήτοι αναλυτικώς τριάκοντα χιλιάδες (30.000) περίπου τραυματιαι, είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) παγόπληκτοι και είκοσι χιλιάδες (20.000) ασθενείς...». Εξάλλου στην Έκθεση Πολεμικών Πεπραγμένων της XVII Μεραρχίας Πεζικού (28 Οκτ - 28 Δεκ 1940), που δρούσε στο όρος Κάμια αναφέρεται: «8 Δεκεμβρίου Ο καιρός εξακολουθεί ψυχρός με-χιόνια και ομίχλη. Οι αξιωματικοί και οι οπλίτες υποφέρουν με καρτερικότητα άξιοι ιδιαίτερου θαυμασμού το δριμύ αυτό ψύχος, του οποίου συνέπεια είναι ο πολλαπλασιασμός των κρυοπαγημάτων αξιωματικών και οπλιτών και οι συνεχείς απώλειες των κτηνών, ειδών οπλισμού και παντοειδούς υλικού».
Από ελληνικής πλευράς, παρά τον αρχικό αιφνιδιασμό, το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε με επιτυχία με τη χρήση λιπαντικών ουσιών και ειδικών μάλλινων επιδέσμων και καλτσών, που κατά χιλιάδες οι Ελληνίδες κάθε ηλικίας έπλεκαν και έστελναν στο μέτωπο.
Οι επιτυχίες του Ελληνικού Στρατού κατά τον Ελληνοιταλικό Πόλεμο δεν ήταν τυχαίες. Ήταν αποτέλεσμα της άρτιας προπαρασκευής και του υψηλού ηθικού μαχητών και λαού. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ελλείψεις που παρουσιάστηκαν αρχικά σε όλμους, αντιαεροπορικό και κυρίως αντιαρματικό πυροβολικό οφείλονταν ιδίως στην αδυναμία εξεύρεσης πηγών προμήθειας από το εξωτερικό, εξαιτίας της εμπλοκής των προμηθευτριών χωρών στον Πόλεμο. Άρματα είχαν παραγγελθεί συνολικά δεκατέσσερα, 6-7 τόνων, τα οποία όμως δεν είχαν παραληφθεί μέχρι την κήρυξη του πολέμου. Το μεγάλο πρόβλημα των πυρομαχικών αντιμετωπίστηκε ικανοποιητικά, χωρίς να δημιουργηθούν δυσεπίλυτα προβλήματα μέχρι το τέλος του πολέμου.
Χάρη στα έγκαιρα μέτρα που εφαρμόστηκαν για την αύξηση της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής στη δυνατή έκταση, στην επιβολή περιορισμών, στην κατανάλωση και κυρίως στην αξιοποίηση παλιών αποθεμάτων πυρομαχικών και λαφύρων, όπως για παράδειγμα, από το 1939 μελετήθηκε και τελικά επιτεύχθηκε η ανασκευή εκρηκτικών οβίδων εσωτερικού πυροσωλήνα για τη χρησιμοποίησή τους στα ορειβατικά πυροβόλα 75/19 χιλιοστών και τα πεδινά 75 χιλιοστών, καμιά σοβαρή έλλειψη δεν παρατηρήθηκε κατά τον εξάμηνο αγώνα.
Παράλληλα, οι Έλληνες μαχητές που σε ποσοστό 60% περίπου κατάγονταν από ορεινές περιοχές, ήταν σκληραγωγημένοι, λιτοδίαιτοι και εξοικειωμένοι πλήρως με τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης σε ορεινό έδαφος. Εκπαιδευμένοι άρτια από στρατιωτική άποψη, υπερίσχυσαν των Ιταλών αντιπάλων τους, επειδή αγωνίζονταν, υπερασπιζόμενοι την πατρίδα τους, σε οικείο ελληνικό έδαφος, έχοντας τη συμπαράσταση ολόκληρου του Έθνους. Ιδιαίτερα όμως η επικράτηση τους οφειλόταν στο απόθεμα ηθικών δυνάμεων, στοιχείο που αποτελεί σημαντικό παράγοντα μαχητικής ισχύος, το οποίο οδήγησε στην εύκολη προσαρμογή και την υψηλή απόδοση σε ορεινό εδαφοκλιματολογικό περιβάλλον.
Στην Έκθεση Πολεμικών Πεπραγμένων της XVII Μεραρχίας Πεζικού διαβάζουμε:
«Το βράδυ της 22ης Νοεμβρίου αναγγέλθηκε η κατάληψη της Κορυτσάς από τα Ελληνικά Στρατεύματα. Το γεγονός αυτό κοινοποιήθηκε στις μονάδες της Μεραρχίας και προκάλεσε εξαιρετικό ενθουσιασμό στους αξιωματικούς και τους οπλίτες της, και κραταίωσε το άριστο ηθικό τους παρά την κόπωσή τους από τις συνεχείς νυχτερινές πορείες και τις δυσμενέστατες καιρικές συνθήκες. Οι πάντες κατέχονταν από τη μανία να συμμετάσχουν το ταχύτερο στις επιχειρήσεις και να εμπλακούν με λύσσα αλλά και αποφασιστικότητα με τον εχθρό».
Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος έχει όλα τα χαρακτηριστικά του ορεινού αγώνα, τα οποία επηρέασαν τη σχεδίαση και διεξαγωγή, και από τους δύο αντιπάλους, τόσο των αμυντικών όσο και των επιθετικών επιχειρήσεων.
Ειδικότερα επισημαίνονται τα εξής: Το έντονο ορεινό έδαφος της Ηπείρου επηρέασε αρνητικά την ανάπτυξη μηχανοκίνητων μέσων, τη διοίκηση και τον έλεγχο, τις μεταφορές, τους ανεφοδιασμούς και τέλος τις διακομιδές. Στο έδαφος αυτό γενικά η άμυνα ευνοήθηκε και η διεξαγωγή της έγινε με πολλά οικονομικά μέσα, ενώ η επίθεση οπωσδήποτε δυσχεράνθηκε και δεν είχε σχεδόν ποτέ ταχεία εξέλιξη, αλλά απαιτούσε διαδοχικές προσπάθειες. Παράλληλα, τα εγχέμαχα όπλα ήταν περισσότερο αποτελεσματικά, από τα τηλέμαχα μέσα.
Η δράση της Αεροπορίας είχε περιορισμένα αποτελέσματα, ενώ η υποστήριξη μάχης βασίστηκε σχεδόν εξολοκλήρου στο ορειβατικό πυροβολικό και τους όλμους.
Ο τακτικός αιφνιδιασμός ήταν εύκολος και μπορούσε να επιτευχθεί τόσο στην επίθεση, όσο και στην άμυνα με έγκαιρες και καλά οργανωμένες αντεπιθέσεις. Τέλος, ο παράγοντας «μαχητικής ισχύος», που δέσποζε, ήταν το ηθικό, οι ψυχικές αρετές και η εκπαίδευση του μαχητή, όπου αναμφισβήτητα η υπεροχή των Ελλήνων ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη.
Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι μια πρόωρη πτώση της Ελλάδας τότε, θα ισχυροποιούσε το ιταλικό φασιστικό καθεστώς και θα το οδηγούσε προς νέες κατακτήσεις με τελικό αντικειμενικό σκοπό την απόλυτη κυριαρχία σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.
Η νίκη των Ελλήνων κατέρριψε το μύθο του αήττητου του Άξονα και υποχρέωσε το Χίτλερ, να επέμβει στη Βαλκανική και να επιτεθεί εναντίον της Ελλάδας με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η έναρξη της επίθεσης εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης κατά 5-6 εβδομάδες και ο ρωσικός χειμώνας να οδηγήσει τον πόλεμο στο σοβιετικό μέτωπο σε χρονίζουσα κατάσταση.
Η πλέον σαφής δήλωση - ντοκουμέντο είναι αυτή που έκανε ο ίδιος ο Χίτλερ σε λόγο του στην Καγκελαρία την Άνοιξη του 1945: «Το πραγματικό ερώτημα δεν ήταν επομένως: Γιατί η 22 Ιουνίου 1941, αλλά μάλλον: Γιατί όχι ακόμη νωρίτερα;». «Εάν δεν μας είχαν δημιουργήσει δυσκολίες οι Ιταλοί με την ηλίθια εκστρατεία στην Ελλάδα, θα είχα επιτεθεί στην Ρωσία μερικές εβδομάδες ενωρίτερα».
Τέλος, σε μια εποχή που στην κατακτημένη από τον Άξονα Ευρώπη επικρατούσε πνεύμα ηττοπάθειας και φόβου, η ελληνική νίκη ενδυνάμωσε τη θέληση για αντίσταση όλων των Εθνών και αναμφισβήτητα συνέβαλε σημαντικά στη διαμόρφωση της τελικής συμμαχικής νίκης κατά του Άξονα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ιστορικό Αρχείο ΔΙΣ/ΓΕΣ
Από την ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠ. - ΟΚΤ. 2008
Ποιος ο ρόλος της Αλβανίας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Του Χαράλαμπου Νικολάου / Ταξίαρχου ε.α., τ. καθηγητή Στρατιωτικής Ιστορίας ΣΣΕ
Στις 21 Απριλίου αποφασίστηκε από την κυβέρνηση Βερλάτση η σύσταση Αλβανικού Φασιστικού Κόμματος. Στις 3 Ιουνίου έλαβε χώρα η τελευταία πράξη του αλβανικού οράματος: αντιπροσωπεία από τους Βερλάτση, Ντίνο και Κολίκβι και τρεις ανώτερους αξιωματικούς επέδωσε στον βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ απόφαση της αλβανικής κυβέρνησης σύμφωνα με την οποία ο Αλβανικός Στρατός ενσωματωνόταν στον Ιταλικό Στρατό.
Σύμφωνα με ιταλικές πηγές, η στάση της αλβανικής ηγεσίας λίγο πριν κηρυχθεί ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος ήταν υπέρ των Ιταλών. Ο Ιταλός τοποτηρητής Τζακομόνι, σε τηλεγράφημα του προς τον Τσιάνο, στις 24 Αυγούστου 1940, μεταξύ των άλλων ανέφερε τα εξής: “Από παντού καταφθάνουν έγγραφα που αποδεικνύουν τον ορθό προσανατολισμό των Αλβανών, άπειρες είναι οι αιτήσεις για κατάταξη στα εθελοντικά σώματα (…). Σε όλα τα κεντρικά σημεία της Αλβανίας παρατηρείται ζωηρό ενδιαφέρον και προσήλωση στις προσταγές του Ντούτσε. Η κίνηση του στρατού προκάλεσε μεγάλη ζωηρότητα κι’ ανυπομονησία για δράση…”.
Ο Ιταλός στρατηγός Σ. Βισκόντι Πράσκα, στο βιβλίο του για τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, έγραφε τα εξής: “Σύμφωνα με υπόσχεση του στρατάρχη Μπαντόλιο προ του πολέμου, θα μπορούσαν να αποσταλούν στην Αλβανία για την ενδεχόμενη ενέργεια κατά της Ελλάδας….10.000 τυφέκια για τον εξοπλισμό των αλβανικών ταγμάτων εθελοντών, τα οποία θα χρησιμοποιούντο ως τμήματα κάλυψης”.
Κατά τη διάρκεια της σύσκεψης στο Παλάτσο Βενέτσια (15 Οκτωβρίου 1940)” Ο Μουσολίνι, ακόμα, ζήτησε από τον Τζακομόνι κι εμένα πληροφορίες για τα αλβανικά τμήματα, ενώ διατύπωσε την αρχή ότι ο ρόλος των Αλβανών θα έπρεπε να περιοριστεί σε στενά πλαίσια…”. “Ειδικότερα είχαν συγκροτηθεί τρία τάγματα διοικητικής μέριμνας από εφέδρους Ιταλούς (…) και από εφέδρους Αλβανούς (…).
Σε ερώτηση του Ντούτσε, κατά τη σύσκεψη, “Ποια η συνεισφορά των Αλβανών τόσο σε τακτικό στρατό, όσο και σε άτακτους στους οποίους δίδω μεγάλη σημασία”, ο Πράσκα απάντησε “Για το θέμα αυτό έχουμε καταρτίσει ανάλογο σχέδιο. Προτείνουμε την οργάνωση συγκροτημάτων άτακτων από 2.500 ως 3.000 άνδρες, στελεχωμένων με αξιωματικούς μας”.
Ο τοποτηρητής Τζακομόνι, σε μυστικό υπόμνημα του προς τον υπουργό Αλβανικών Υποθέσεων, Μπενίνι, στις 19 Οκτωβρίου 1940, μεταξύ των άλλων γράφει: “…Από την άλλη προετοιμάζω αλβανικά στοιχεία, εξακριβωμένα θαρραλέα, ειδικά Τσαμουριώτες, τα οποία θα έχουν ως αποστολή να εισέλθουν κρυφά στο ελληνικό έδαφος και εκεί, την ώρα που θα επιτεθεί ο στρατός μας, θα διαπράξουν με τη βοήθεια των πέρα από τα σύνορα φίλων τους τις παρακάτω πράξεις: καταστροφή τηλεγραφικών και τηλεφωνικών συρμάτων, εξάλειψη των φυλακίων και των παρατηρητηρίων κατά μήκος των συνοριακών γραμμών (…).
Μερικά από τα στοιχεία αυτά θα εφοδιαστούν από την υπηρεσία στρατιωτικών πληροφοριών με μερικούς φορητούς πομπούς, χάρη στους οποίους η διοίκηση του στρατεύματος θα έχει ακριβείς ειδήσεις περί των θέσεων των ελληνικών στρατευμάτων”. Πληροφορεί δε τον Μπενίνι ότι μεταξύ των Αλβανών παρατηρείται αίσθημα αναμονής, εμπιστοσύνης και άγριας διάθεσης. Ο ίδιος στις 21 Οκτωβρίου γράφει στον Μπενίνι: “Θα μπορούσε να αποσπασθεί, όσο θα διαρκούν οι εχθροπραξίες, το Τάγμα της Βασιλικής Αλβανικής Φρουράς”.
Ο αντιβασιλιάς της Αλβανίας βεβαίωσε “ότι είναι πάρα πολλές οι αιτήσεις των Αλβανών να καταταγούν στα σχηματιζόμενα αλβανικά σώματα, προοριζόμενα να κτυπήσουν τους Ελληνες και να συνεργαστούν με τον Ιταλικό Στρατό, και ότι ο πληθυσμός ελπίζει, επίσης, να κληθούν υπό τα όπλα μερικές ηλικίες…”
Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ – Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΑΛΒΑΝΩΝ.
Ο πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, που άρχισε την 28η Οκτωβρίου 1940, επεκτάθηκε αυτόματα και μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Η Αλβανία, συνδεδεμένη την εποχή εκείνη με καθεστώς “προσωπικής ένωσης” με την Ιταλία, είχε δεχθεί με νόμο του Κοινοβουλίου της (Αλβανικός Νόμος, 10 Ιουνίου 1940) ότι: “το Βασίλειο της Αλβανίας αναγνωρίζει ότι θα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με τα κράτη τα οποία θα βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση με το Βασίλειο της Ιταλίας”.
Συνεπώς με την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία εναντίον της Ελλάδας βρέθηκε σε εμπόλεμη κατάσταση με την πατρίδα μας. Γι’ αυτό η Ελλάδα με το Βασιλικό Διάταγμα (ΒΔ) της 10ης Νοεμβρίου 1940, το οποίο εκδόθηκε σε εφαρμογή του ΑΝ (Αναγκαστικού Νόμου) 2636/1940 “Περί δικαιοπραξιών εχθρών και μεσεγγυήσεως εχθρικών περιουσιών”, όρισε ως εχθρικά κράτη “την Ιταλία μαζί με τις κτήσεις, τα αυτοκρατορικά της εδάφη και τις αποικίες, καθώς και την Αλβανία”.
Ο Ιταλός στρατηγός Βισκόντι Πράσκα σε διαταγή του της 21ης Οκτωβρίου 1940 αποκαλύπτει ότι είχε αναθέσει σε ειδικούς αξιωματικούς, συνοδευόμενους από Αλβανούς οδηγούς, να εκτελούν αναγνωρίσεις στην άμεση περιοχή των συνόρων. Περαιτέρω η διαταγή καθόριζε ότι έπρεπε να οργανωθούν ειδικά τμήματα αποτελούμενα ως επί το πλείστον από Αλβανούς, πλαισιούμενους μόνο από Ιταλούς, και επιφορτισμένα με την εξουδετέρωση των μεμονωμένων Ελλήνων σκοπών και με την αποκοπή των τηλεφωνικών γραμμών.
Η προκήρυξη που διάβασε ο πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου Βερλάτσι, στις 28 Οκτωβρίου 1940, αναφέρει μεταξύ άλλων και τα εξής: “…Οι στρατιώτες του ένδοξου Ιταλικού Στρατού, στις τάξεις του οποίου περιλαμβάνονται πολλές μονάδες Αλβανών στρατιωτών…”. Ο Ιταλός ιστορικός Μάριο Τσέρβι γράφει: “Στις ιταλικές μεραρχίες περιλαμβάνονταν επίσης αλβανικά τμήματα (…). Εκπαιδεύτηκαν ακόμα και Αλβανοί, που θα ήθελαν να συμμετάσχουν στις επιχειρήσεις”.
Ο Γερμανός καθηγητής Χ. Ρίχτερ σημειώνει: “…Η συνολική δύναμη του Ιταλικού Στρατού στην Αλβανία δύο ημέρες πριν από την επίθεση ανερχόταν σε 140.000 άνδρες, συμπεριλαμβανομένων (…) και των Αλβανών εθελοντών”. Ο Αμερικανός καθηγητής του πανεπιστημίου Χάρτφοντ, Μπ.Φίσερ, στην ανακοίνωση του κατά το Συνέδριο του ΙΜΧΑ (Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου), τον Οκτώβριο του 1990, ανέφερε σχετικά τα εξής: “Ο Μουσολίνι είχε δώσει διαταγές να υπάρχουν δύο αλβανικά τάγματα σε κάθε
ιταλική μεραρχία, που χρησιμοποιήθηκαν για την εισβολή στην Ελλάδα, και επί πλέον είχαν σχηματιστεί τρία τάγματα Αλβανών μελανοχιτώνων, που είχαν το σύνθημα “Πεθαίνουμε όλοι για τον Ντούτσε”.
Διάφορες μυστικές διαταγές επιχειρήσεων του διοικητή της Μεραρχίας “Τζούλια”, στρατηγού Μάριο Τζιρότι, χρονολογούμενες από τις 21 Οκτωβρίου 1940 και μετά, οι οποίες έπεσαν αργότερα στα χέρια του Ελληνικού Στρατού, αποκαλύπτουν ότι είχε αναθέσει εργασίες σε ειδικούς αξιωματικούς, συνοδευόμενους από ντόπιους Αλβανούς, φέροντες ενδυμασίες χωρικών…Κατά την αρχική προέλαση της Μεραρχίας “Τζούλια” στον τομέα της Πίνδου οι επιτιθέμενοι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν Αλβανούς οι οποίοι γνώριζαν ελληνικά και φώναζαν στους Ελληνες στρατιώτες να παραδοθούν, λέγοντας ότι ο αγώνας τους ήταν πλέον μάταιος εφόσον στην Αθήνα είχε γίνει επανάσταση, η κυβέρνηση Μεταξά είχε πέσει, η νέα κυβέρνηση είχε συμμαχήσει με τον Άξονα κ.ά. Στις 2 Νοεμβρίου 1940 τάγμα Αλβανών επιτέθηκε στο Καλπάκι απεγνωσμένα, χωρίς επιτυχία. Αλβανοί αυτόμολοι παρείχαν πληροφορίες στον Ελληνικό Στρατό.
Ο υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, διοικητής της VIII Μεραρχίας η οποία αντιμετώπισε την κύρια προσπάθεια της ιταλικής επίθεσης, γράφει για τη συμμετοχή αλβανικών δυνάμεων στον τομέα της Μεραρχίας: “Συμμετείχαν τρία τάγματα μελανοχιτώνων (Ι, II, III), δύο αλβανικά τάγματα πεζικού
(“Γκράμος” και “Ντρίνος”), αλβανική ορειβατική πυροβολαρχία (“Νταϊτι”), τάγμα Αλβανών εθελοντών και σώματα άτακτων Αλβανών”.
Ο Β. Πράσκα στο τμήμα του βιβλίου του “Εξέλιξη των επιχειρήσεων από 28 έως 31 Οκτωβρίου 1940″, ανακεφαλαιώνοντας γράφει για τη συμμετοχή των αλβανικών μονάδων τα εξής: “…Φάλαγγα “Σολίνας” II Τάγμα της 1ης Λεγεώνας Αλβανών εθελοντών. (…) Κεντρική Φάλαγγα και Διοίκηση Μεραρχίας “Φερράρα” Ι Τάγμα Αλβανών Εθελοντών. (…) Παραλιακό Συγκρότημα… Τα τμήματα διαπεραιώθηκαν με την κάτωθι σειρά… 6) Τα τάγματα Αλβανών εθελοντών “Πεσκοσόλιντο” και “Κιαραβάλλε”. (…) “Τα αλβανικά τάγματα εθελοντών, προπορευόμενα του 3ου Συντάγματος Γρεναδιέρων και κινούμενα…”…”Τα τάγματα Αλβανών εθελοντών, επίσης, ήλεγχαν πλήρως την αμαξιτή οδό (Ηγουμενίτσας-Βάρφανης).
Στην επίθεση εναντίον του υψώματος 1289 του Λαπιστέτ, στις 09.30 της 4ης Νοεμβρίου 1940, έλαβε μέρος ένα από τα πιο επίλεκτα τμήματα των Αλβανών, το τάγμα “Τιμόρ”, το οποίο και κατόρθωσε να το καταλάβει. Με άμεση αντεπίθεση των Ελλήνων το τάγμα “Τιμόρ” αναδιπλώθηκε και διασκορπίστηκε στην κοιλάδα με άτακτη φυγή. Υποχρεώθηκαν να επέμβουν οι βερσαλιέροι για να σταματήσουν τους Αλβανούς.
Στην αναφορά που ακολούθησε διαπιστώθηκε ότι από τη δύναμη των 1.200 ανδρών του τάγματος είχαν απομείνει μόνο μερικές εκατοντάδες. Μεταξύ των νεκρών ήταν και ο απαρηγόρητος, όπως γράφει ο
Μ. Τσέρβι, διοικητής του Τάγματος. Αλβανικό τάγμα στις 25 Νοεμβρίου 1940 συμμετείχε με τα ιταλικά στρατεύματα στην επίθεση για την κατάληψη του σταυροδρομιού παρά το Δελβινάκι. Οι Αλβανοί αρχικά κατέλαβαν το χωριό αλλά την επόμενη με αντεπίθεση των Ελλήνων αυτό ανακαταλήφθηκε. Το αλβανικό τάγμα είχε απώλειες και αρκετοί άνδρες του συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.
Στις 12 Νοεμβρίου αυτομόλησε στις ελληνικές γραμμές λόχος Αλβανών στρατιωτών με τους αξιωματικούς του. Κατά τις πρώτες ημέρες του πολέμου, οπότε οι Ιταλοί είχαν εισχωρήσει στο ελληνικό έδαφος σε μερικούς τομείς, Αλβανοί με μια σημαία τους εισήλθαν στην Κόνιτσα μαζί με τους Ιταλούς, τον Διαμαντή και τον εξωμότη Ματούση. Ο Διαμαντής μάλιστα εκφώνησε λόγο λέγοντας ότι θα απελευθερώσει την Κόνιτσα και θα σχηματίσει την Ομοσπονδία της Πίνδου.
Η απάντηση του Μουσολίνι (22/11) σε επιστολή του Χίτλερ (20/11) αναφέρει μεταξύ των άλλων: Η αποτυχία των Ιταλών οφείλεται και στη λιποταξία των αλβανικών δυνάμεων, οι οποίες στασίασαν εναντίον των Ιταλών…”.
Αποκαλυπτικά είναι τα όσα γράφει στο ημερολόγιο του ο Φερνάντε Κομπιόνε, έφεδρος υπολοχαγός πεζικού της 51ης Ορεινής Μεραρχίας “Σιέννα”: “…Κατά το χρονικό διάστημα από 28 Οκτωβρίου ως 14 Νοεμβρίου 1940, οπότε ιταλικά τμήματα είχαν εισχωρήσει σε περιοχές της Ελλάδας, οι Τσάμηδες υποδέχονταν σε όλα τα χωριά τους Ιταλούς ως ελευθερωτές, με ζητωκραυγές και ενθουσιασμό…”.
Ο Ιταλός ιστορικός Μ. Τσέρβι γράφει: “Όπως αναφέρει ο στρατηγός Β. Πράσκα σε συζήτηση του με τον Πρίκολο (σ.σ. Αρχηγός του Επιτελείου της Αεροπορίας), ένας εθελοντής, πληγωμένος βαριά, πριν ξεψυχήσει αναφώνησε “Είμαι ευχαριστημένος που πεθαίνω για να μπορέσει ο (Αρχηγός του Επιτελείου της Αεροπορίας) να περάσει”.
Κατά τη διάρκεια της ιταλικής εαρινής επίθεσης (Μάρτιος 1941) ο Μουσολίνι επισκεπτόταν διάφορες μονάδες για να τονώσει το ηθικό των ανδρών, στη ζώνη του Δέβολη και στην περιοχή του Βερατίου. Μεταξύ άλλων επισκέφθηκε ομάδες ταγμάτων και εθελοντών Αλβανών, των ιδίων για τους οποίους αρχικά εκείνος και ο Τσιάνο πίστευαν ότι είχαν προκαλέσει τις πρώτες ιταλικές ήττες. Κατά τις συνομιλίες που είχε μαζί τους έμεινε ενθουσιασμένος από το παράστημα και το πολεμικό τους μένος.
Ο Γερμανός συγγραφέας Βίλιμπαλντ Κόλεγκερ, σε βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 1942, για τη στάση των Αλβανών κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-41 γράφει τα εξής: “…Οι Ελληνες
αναγκάζονταν να πολεμούν εναντίον Αλβανών συμμοριτών, κατά τη στιγμή που Αλβανοί εθελοντές προσέρχονταν αθρόα στις ιταλικές φάλαγγες. Δεν αγνοούσαν οι από γόνοι του Σκεντέρμπεη ποίοι ήταν οι πραγματικοί φίλοι τους. (…) Αγωνίσθηκαν με επιμονή και γενναιότητα όπου και αν τοποθετήθηκαν. (…). Απειράριθμες υπήρξαν οι περιπτώσεις απονομής τιμητικών διακρίσεων σε Αλβανούς…”.
Ο Μ. Τσέρβι γράφει ότι ο τοποτηρητής Τζακομόνι πληροφορούσε τον βασιλιά της Ιταλίας: “…Εδώ και έναν μήνα οι Αλβανοί είναι εξαιρετικά έμπιστοι και άριστα προσαρμοσμένοι στο περιβάλλον, το φρόνημα τους στέκεται ψηλά, η δε εργατικότητα και η αποδοτικότητα των υπαλλήλων κρίνεται εξαιρετική…”.
Ο Τζακομόνι είχε οργανώσει, όπως γράφει ο Μ. Τσέρβι, “ομάδες Αλβανών για τη διενέργεια δολιοφθορών, που ο ρόλος τους ήταν να εισχωρούν στο ελληνικό έδαφος και να προβαίνουν σε καταστροφή του τηλεφωνικού δικτύου, να καταστρέφουν φυλάκια, να αφοπλίζουν φρουρούς, να προκαλούν ταραχές στα μετόπισθεν, να διενεργούν δολοφονικές απόπειρες εναντίον στρατηγών του εχθρικού στρατοπέδου και να προπαρασκευάζουν και να υποκινούν κινήματα ανάμεσα στη λαϊκή μάζα”. Ο Ιταλικός Στρατός δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να επωφεληθεί από τη δραστηριότητα τους.
Ο στρατηγός Μπαντόλιο στα απομνημονεύματα του αναφέρει: “Οι Ελληνες δεν έδειξαν καμμία διάθεση συνεργασίας. Αντίθετα οι Αλβανοί στρατιώτες, που υπό μορφή ταγμάτων συμμετείχαν στις δικές μας μεραρχίες, αποδείχθηκαν άπιστοι και δόλιοι, καθώς επιδόθηκαν σε πράξεις δολιοφθοράς εναντίον μας, ή πέρασαν στις τάξεις των Ελλήνων…”.
Ο στρατηγός Αλ. Εδιπίδης γράφει ότι “Τμήματα αλβανικά, άρτια συγκροτημένα και με ομοιογενή στελέχη (αξιωματικοί και στρατιώτες Αλβανοί) πολέμησαν στις 27 Νοεμβρίου στο Φράσερι προς την Κλεισούρα).
Ο πρεσβευτής Άδωνις Κύρου σημειώνει: “…Όταν, τέλος, εξερράγη ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος, συμμετέσχον εις αυτόν παρά το πλευρόν των Ιταλών με ενθουσιασμόν και ανθελληνικήν λύσσαν άπειροι Αλβανοί – ενώ ουδείς εξ αυτών εσκέφθη να προσδράμη εις βοήθειαν του νικηφόρου Ελληνικού Στρατού, καίτοι ούτος, συμφώνως προς την ραδιοφωνικήν διακήρυξιν του Ιωάννου Μεταξά, ήρχετο προς αποκατάστασιν της αλβανικής ελευθερίας, ανεξαρτησίας και ακεραιότητας…”.
Όταν ο Ελληνικός Στρατός προήλαυνε εντός του αλβανικού εδάφους, τα περισσότερα σώματα στρατού των Αλβανών είχαν διαλυθεί, ενώ στα πρόσωπα των λιγοστών Αλβανών που εκινούντο στους δρόμους, ανάμεσα στους Ιταλούς, ζωγραφιζόταν άγριος θυμός εναντίον ενός στρατεύματος που το νόμιζαν παντοδύναμο και το έβλεπαν να οπισθοχωρεί μπροστά στις ελληνικές δυνάμεις.
Η Αγγλίδα ιστορικός Μ. Βίκερς τοποθετείται διαφορετικά: “…Η αλβανική κοινή γνώμη αρχικά πανηγύρισε για τον ελληνικό θρίαμβο, η στάση της όμως άλλαξε όταν η Αθήνα άρχισε να φανερώνει τις προθέσεις της να προσαρτήσει τη νότια Αλβανία…”(!!!).
Ενώ υπάρχουν όλα τα παραπάνω περί συμμετοχής των Αλβανών στον πόλεμο, οι Αλβανοί ιστορικοί, διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα, προσπάθησαν μεταπολεμικά να μας πείσουν ότι δεν συμμετείχαν με το μέρος των Ιταλών ή ότι συμμετείχαν λίγα τμήματα δια της βίας.
Συγκεκριμένα οι Αλβανοί ιστορικοί Σ. Πόλο και Α. Πούτο γράφουν σχετικά τα εξής: “Τα δύο αλβανικά τάγματα που στάλθηκαν με τη βία στον πόλεμο του 1940 αρνήθηκαν να πολεμήσουν. Οι Ιταλοί τους έκλεισαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην κεντρική Αλβανία. (….) Στην ελληνική κυβέρνηση η πορεία των γεγονότων φαινόταν πως έδινε την ευκαιρία να πραγματοποιήσει τα παλαιά προσαρτιστικά σχέδια τους για τις περιοχές της Κόρτσας (σ.σ. Κορυτσάς) και του Γκιροκάστρ (σ.σ. Αργυρόκαστρου)”.
Σε άλλο σημείο συνεχίζουν: “Το 1940 ήταν μοναδική ευκαιρία να ενωθεί με τον Ελληνικό Στρατό ο Αλβανικός”. Έτσι εξηγείται η κατηγορηματική άρνηση του Ελληνικού Στρατηγείου στην πρόταση των Αλβανών αντιφασιστών πατριωτών να σχηματίσουν δύο τάγματα και να πολεμήσουν με την εθνική τους σημαία στο πλευρό των ελληνικών δυνάμεων εναντίον των Ιταλών εισβολέων!
Στην πραγματικότητα οι Αλβανοί έδειξαν πλήρη δυσπιστία και απροθυμία να συνεργαστούν με τον Ελληνικό Στρατό. Αντιθέτως συνεργάστηκαν με τους Ιταλούς. Ο Ιταλός παρατηρητής Τζακομόνι βεβαίωσε κατηγορηματικά και με συγκεκριμένα στοιχεία, ενώπιον του Ανώτατου Ιταλικού Δικαστηρίου, τα εξής: “Και οι Αλβανοί βοήθησαν παντού και πάντα τον Ιταλικό Στρατό, χωρίς να σημειωθεί πουθενά οποιοδήποτε επεισόδιο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1) Εκδ. ΔΙΣ/ΓΕΣ: Ο ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1940-1941, Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ, Α9ήναι, 1960.
(2) Εκδ. Υπουργείου Εξωτερικών: 1940-1941,ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ, Αθήνα, 1980.
(3) Παπάγου Αλεξ.: Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1940-1941, εκδ. "Οι Φίλοι του Βιβλίου", Α9ήναι, 1945.
(4) Κατσιμήτρου Χαρ.: Η ΗΠΕΙΡΟΣ ΠΡΟΜΑΧΟΥΣΑ, εκδ. ΓΕΣ, Μήνα, 1982.
(5) Τσέρβι Μ.: Ο ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ, έκδοση Αlvin Redma Hellas, Α9ήνα, 1987.
(6) Κόρου Αδωνι: ΧΡΟΝΙΚΟΝ 1940-1944.
(7) Κύρου Αλ.: ΟΙ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΓΕΙΤΟΝΕΣ ΜΑΣ, Α9ήναι, 1962.
(8) Σιωμοπούλου Στυλ.: Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΜΕΡΑΡΧΙΑ "TΖΟΥΛΙΑ" ΣΤΗΝ ΠΙΝΔΟ, Ηπειρωτική Εστία, 1994.
(9) Τριαντάφυλλου Κ.: ΤΑ ΑΠΟΡΡΗΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 1940-41, Πάτρα, 1981.
(10) Τσιρπανλή Ζαχ.: ΠΩΣ ΕΙΔΑΝ OI ΙΤΑΛΟΙ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1940-41, Αθήνα, 1974.
(11) Ζαούση Αλεξ.: OI ΔΥΟ ΟΧΘΕΣ 1939-1945, εκδ. Παπαζήση, 1987.
(12) Richter Heinz: Η ΙΤΑΛΟ-ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Γκοβόστης, 1998.
(13) Μιχαλοπούλου Δημ.: ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΙΑΣ 1923-1928.
(14) Πράσκα Βισκόντι: ΕΓΩ ΕΙΣΕΒΑΛΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, Γκοβόστης, 1999.
(15) Vickers Miranda: ΟΙ ΑΛΒΑΝΟΙ, εκδ. Οδυσσέας, 1997.
(16) ΡοΙΙο S. - Ρυtο Α.: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ, εκδ. Ομάδα.
(17) Νικολάου Χαρ.: ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ -ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ, εκδ. Φλώρου, 1996.
(18) Ημερήσιος Τύπος της εποχής.
Έχει ενδιαφέρον να πούμε ότι πέρα από την τραγουδίστρια της νίκης Σοφία Βέμπο (καταγόταν από την Καλλίπολη της Αν. Θράκης) η οποία σηματοδοτεί και νοηματοδοτεί με τα τραγούδια της την νίκη του 1940, έχει ενδιαφέρον ότι όλη η Θράκη, ιδιαίτερα η Ροδόπη και η Ξάνθη, αλλά και ο Έβρος συνέβαλαν τα μέγιστα, τόσο στρατιωτικά όσο και οι πολίτες με το γεγονός της επικράτησης εναντίον των Ιταλών και αργότερα στην αντίσταση εναντίον των Γερμανών.
Είναι μια μεγάλη συμβολή και νομίζω ότι η εφημερίδα σας έχει δημοσιεύσει πριν από καιρό το ημερολόγιο του Βάρσου Ιωάννη που ήταν υπολοχαγός στο σύνταγμα πεζικού και μάλιστα έχει ενδιαφέρον αυτό κάποια στιγμή να βγει και σε βιβλίο και θα πρέπει να συμβάλουμε όλοι σε αυτό.
Επίσης έχει ενδιαφέρον ότι εκείνο το διάστημα η ταξιαρχία με την ονομασία «Νέστος» και η ταξιαρχία με την ονομασία «Έβρος» ήταν αυτές που συγκράτησαν τις δυνάμεις τόσο στην περιοχή αυτή όσο και γενικότερα στην μετέπειτα αντίσταση στην Γερμανική προέλαση, είναι καλό να το υπενθυμίζουμε και αυτό μιας και αυτή η στρατιωτική συμβολή των Θρακών έχει επίσης αποσιωπηθεί.
Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε και την μάχη των οχυρών όπου ήταν μια ένδοξη σελίδα στην ιστορία των Θρακών πολεμιστών και είναι συνέχεια της συμβολής του 29ου Συντάγματος Πεζικού, σήμερα 21η Ταξιαρχία Πεζικού ΠΟΓΡΑΔΕΤΣ. Το σώμα αυτό αντιστάθηκε πρώτα στον Εχίνο με το ένα κεντρικό οχυρό και τα τρία περιφερειακά, για τέσσερις ολόκληρες ημέρες και είχε πάρα πολλά θύματα μεταξύ των οποίων και συμπατριώτες μας μουσουλμάνοι και επίσης στην Νυμφαία όπου εκεί υπήρχε επίσης τριήμερη αντίσταση. Τελικά οι Γερμανοί δεν κατόρθωσαν να το κυριεύσουν, το προσπέρασαν και τελικά έφθασαν και κατέλαβαν την Κομοτηνή. [ΔΗΜΟΣ ΜΠΑΚΙΡΤΖΑΚΗΣ, Πηγή: ΧΡΟΝΟΣ]
ξαρμάτωτη την ήβρηκες και τα παιδιά τση 'λειπαν
στα ξένα πολεμούσανε πάνω στην Αλβανία..."
21 Μαΐου 1941 (Δεύτερη μέρα επίθεσης): Κανένα από τα αεροδρόμια δεν είχε περιέλθει στα χέρια των Γερμανών. Οι αλεξιπτωτιστές, που θεωρούνταν το φοβερό και αήττητο όπλο των Γερμανών, είχαν αποδεκατιστεί και βρίσκονταν σε φοβερά δύσκολη θέση.
Πολλά επίσης από τα αεροπλάνα ή καταρρίπτονται ή συντρίβονται χτυπημένα στο έδαφος.
Στο Ηράκλειο και στο Ρέθυμνο αποτυγχάνουν καθ’ ολοκλήρου.
Οι προσπάθειες των Γερμανών να αποβιβάσουν στρατεύματα από τη θάλασσα δεν είχαν αποτέλεσμα. Ο Αγγλικός στόλος που έπλεε γύρω από το νησί , εξουδετερώνει τη γερμανική υπομονή που κατευθύνεται προς την Κρήτη. Βυθίζονται 15 επιταγμένα σκάφη με άγνωστο αριθμό θυμάτων. Το απόγευμα της 21ης Μαΐου. Οι αλεξιπτωτιστές του 1ου συντάγματος καταλαμβάνουν το αεροδρόμιο του Μάλεμε, στο οποίο προσγειώνονται οπλιταγωγά με ένα σύνταγμα της 5ης ορεινής μεραρχίας.
Γίνεται προσπάθεια ανακάλυψης του αεροδρομίου του Μάλεμε από ελληνικές και συμμαχικές δυνάμεις χωρίς αποτέλεσμα. Η 5η ορεινή μεραρχία αντεπιτίθεται και διεξάγονται μερικές από τις πιο αιματηρές μάχες όλης της επιχείρησης. Οι Έλληνες και οι σύμμαχοι πολεμούν υποχωρώντας , όμως υποκύπτουν στην τέλεια οργάνωση και τον εξοπλισμό του εχθρού, πράγματα που οι υπερασπιστές της Κρήτης δεν διέθεταν.
24 Μαΐου 1941: Οι βομβαρδισμοί των πόλεων της Κρήτης συνεχίζονται. Στα Χανιά οι Γερμανοί παίρνουν την πρωτοβουλία των κινήσεων. Οι αμυνόμενοι στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο δηλώνουν ότι θα συνεχίσουν τη μάχη «μέχρι εσχάτων».
25 Μαΐου 1941: Οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την Κάντανο
Οι Βρετανοί χωρίς να ενημερώσουν τις Ελληνικές δυνάμεις τη νύχτα εκκενώνουν την πόλη του Ηρακλείου και επιβιβάζονται στα πλοία που για το σκοπό αυτό καταφθάνουν στο λιμάνι.Εν τω μεταξύ Ιταλικά στρατεύματα που προέρχονται από τα Δωδεκάνησα, αποβιβάζονται στην Σητεία και καταλαμβάνουν το νομό Λασιθίου.
30 Μαΐου ο στρατηγός Φράϊμπεργκ αποχωρεί από την Κρήτη.
1η Ιουνίου 1941: Ολοκληρώνεται η αποχώρηση των Βρετανικών δυνάμεων, που είχαν συγκεντρωθεί στα νότια παράλια της Κρήτης. Με πλοία του συμμαχικού στόλου μεταφέρονται αρχικά στην Αίγυπτο, μετά στην Νότια Αφρική για να καταλήξουν στο Λονδίνο.
Η Γερμανική κατοχή απλώνεται σε όλο το νησί. Η Γερμανική σημαία κυματίζει παντού, ταυτόχρονα αρχίζει και η αντίσταση του Κρητικού λαού.
Ο Χίτλερ που έχασε την εμπιστοσύνη του σ' αυτή και στον εμπνευστή της Στιούντεντ είπε: " Η Κρήτη αποδεικνύει ότι οι αλεξιπτωτιστές είναι εις το παρελθόν "
Ο ίδιος ο Στιούντεντ δηλώνει: " Όσοι επολέμησαν εις την Κρήτην του 1941 πρέπει να είναι υπερήφανοι, τόσον οι επιτιθέμενοι όσον και οι αμυνόμενοι. Δι' εμέ όμως ώς διοικητή των Γερμανικών Μονάδων Αλεξιπτωτιστών που κατέλαβον την Κρήτη, το όνομα της νήσου είναι συνδεδεμένον με πικράς αναμνήσεις. Ομολογώ ότι επανήλθα εις τους υπολογισμούς μου, όταν συνεβούλευσα αυτήν την επίθεσιν. Το αποτέλεσμα ήταν όχι μόνον να χάσωμεν πολλούς και πολύτιμους αλεξιπτωτιστάς, που τους θεωρούσα σαν παιδιά μου, αλλά και να εκλείψουν πλέον οι γερμανικοί σχηματισμοί αλεξιπτωτιστών, τους οποίους είχον δημιουργήσει ο ίδιος."
Η Μάχη της Κρήτης αντέστρεψε τη χρονολογική σειρά των σχεδίων του Γερμανικού επιτελείου. Επέφερε ριζική μεταβολή στις εκστρατείες και ιδίως στην πορεία όλου του πολέμου.
Η Μάχη της Κρήτης καθυστέρησε την επίθεση κατά της Ρωσίας που είχε προγραμματιστεί για τις 18 Μαΐου 1941 και έδωσε τη δυνατότητα στους Ρώσους να κερδίσουν χρόνο για να αμυνθούν. Έτσι ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος ( Επιχείρηση Βαρβαρόσας ) αντί τα μέσα Μαΐου άρχισε στις 22 Ιουνίου 1941.
Με την Γερμανικά κατοχή στην Κρήτη άρχισαν και τα αντίποινα και οι βαρβαρότητες εναντίον του άμαχου πληθυσμού, με συλλήψεις και ομαδικές εκτελέσεις, με στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πρώτο θύμα η Κάνδανος ( 1 Ιουνίου 1941 ) Ύστερα τα Ανώγεια, η Βιάννος κ.ά. Πολλοί ανύποπτοι άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους σε ναρκοθετημένες περιοχές.
Ένα σημαντικό κατόρθωμα της Αντίστασης των Κρητών είναι η απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Κράιν στις 26 Απριλίου 1944, κοντά στα Σπήλια Ηρακλείου.
Αυτό φανερώνει για μια ακόμη φορά την ενωμένη αντίσταση και την ανασφάλεια στην οποία βρισκόταν οι Γερμανοί, που είχε άμεση επίπτωση στο ηθικό του Γερμανικού στρατού. Η αντίδραση των γερμανών ήταν πάλι να απευθύνουν μήνυμα προς τους Κρητικούς ζητώντας να αφεθεί ελεύθερος ο στρατηγός διαφορετικά εντός τριών ημερών θα βομβάρδιζαν όλη την περιοχή των "συμμοριτών" και σκληρότατα αντίποινα θα εφαρμοσθούν εναντίον των κατοίκων.
Η Μάχη της Κρήτης θα μπορούσε να γίνει πιο καταστροφική για το στρατό των γερμανών εάν είχε διαμορφωθεί η άμυνα της. Για την Ελληνική άμυνα η ευθύνη πέφτει και στη Βρετανική πλευρά αλλά και στο Μεταξά ο οποίος είχε αφοπλίσει τους Κρητικούς για να αποτρέψει απειλή κατά της δικτατορίας
"Οι Κρητικοί όταν βρίσκονται μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα έχουν πάνω τους κάτι το μυθώδες . Φαντάζουν σαν τους μυθικούς ήρωες . Είναι τόσο περήφανοι την τραγική ώρα του θανάτου, που όποιος τους δεί , είναι αδύνατο να μήν τους θαυμάσει . Πολλές φορές όταν επρόκειτο να γίνουν εκτελέσεις , άφηνα το γραφείο μου και έβγαινα στο μπαλκόνι , μόνο και μόνο για να τους θαυμάσω . Σε κανένα άλλο λαό δεν είδα τέτοια περιφρόνηση προς το θάνατο και τόση αγάπη για την ελευθερία"
ΑΝΤΡΕ: διοικητής του "Φρουρίου Κρήτης"
Ήταν υπέροχο το θέαμα να βλέπει κανείς χωρικούς όλων των ηλικιών να ζητούν όπλα και μόνον όπλα. Το ηθικόν των Κρητών είναι αδύνατο να περιγραφτεί . Όταν ολόκληρος η ιστορία έλθει εις φώς θα συγκαταλεχθεί μεταξύ των ευγενέστερων παραδειγμάτων της Ιστορίας.
Ταξίαρχος Σωλσμπουργκ Τζόουν του Επιτελείου του Στρατηγού Φρεϋμπουργκ .
Χίτλερ
"...Χίτλερ να μην το καυχηστείς πώς πάτησες στην Κρήτη
ξαρμάτωτη την ήβρηκες και τα παιδιά τση 'λειπαν
στα ξένα πολεμούσανε πάνω στην Αλβανία..."
"... Κρήτη μ’ η Μεραρχία σου, αν ήτανε κοντά σου,
το Γερμανό θα ν’ έθαφτες μέσα στα χώματά σου.
Κρήτη μου όμορφο νησί, που ‘γραψες Ιστορία,
Δίχως στρατό πολέμησες μιαν αυτοκρατορία!
Τση Κρήτης τ’ Άγια Χώματα, όπου κι ανέν τα σκάψεις,
Αίμα παλικαριών θα βρεις, κόκκαλα θα ξεθάψεις..."
"...Οι Άγγλοι και οι Αυστραλοί, και Ζηλανδοί ομάδι,
αντάμα με τους Έλληνες πηγαίνουνε στον Άδη.
Τέτοια ψυχή, τέτοια καρδιά, και λεβεντιά δεν είδα.
Η Κρήτη σαν να ήτονε δικήτωνε πατρίδα.
Και πολεμούσανε κι αυτοί ως ότου σκοτωθήκαν,
Κι όσοι δεν αποθάνασι αιχμάλωτοι πιαστήκαν..."
hellas1940.blogspot.gr