Οι 3.000 Καλάς ζουν σε 30 περίπου οικισμούς, πάνω στις απόκρημνες πλαγιές του Ινδικού Καυκάσου (Hindukush), σε υψόμετρο 2.500 μέτρων.
Η παράδοση τους θέλει απογόνους των στρατιωτών του Μεγάλου Αλεξάνδρου που παρέμειναν στις περιοχές αυτές, όταν ο στρατός του μεγάλου στρατηλάτη διέσχιζε τον ινδικό Καύκασο οδεύοντας προς Νότο.
Η φυλή αυτή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μας, γιατί δεν έχει εξισλαμισθεί και διατηρεί μια μοναδική στον κόσμο παράδοση με στοιχεία από την αρχαία ελληνική στη θρησκεία, έθιμα, μουσική, γλώσσα κ.λπ.
Η θρησκεία τους είναι πολυθεϊστική. Πατέρας των θεών και των ανθρώπων είναι ο DI ZAU (Δίας-Ζευς). Το όνομά του σημαίνει «αυτός που δίνει ζωή» μιας και οι λέξεις «DI» και «ZAU» σημαίνουν «Δίδω» και «Ζωή» αντίστοιχα. Τον πατέρα των θεών τον αποκαλούν και "Raintagarau" (Παντοκράτωρ) που σημαίνει αυτόν που «τα πάντα ελέγχει και κυβερνά».
Η θεότητα του σπιτιού, της οικογένειας και της κοινότητας είναι η «Tsestak» (Εστία). Κάθε σπίτι έχει μια γωνιά αφιερωμένη σ' αυτήν και κάθε οικισμός ένα ναό, όπου συγκεντρώνονται για τις τελετές τους. Στα δάση, στα ποτάμια, στις κορυφές των βουνών κατοικούν διάφορα Πνεύματα (Νύμφες), που πολλές φορές βοηθούν τους Καλάς μέσω «διαμέσων» ανθρώπων οι οποίοι μπορούν και επικοινωνούν μαζί τους.
Προστάτης των ποιμένων είναι ο "Sagikor" με ιδιαίτερο ιερό, που δέχεται προσφορές όταν οι ποιμένες κατεβαίνουν από τα υψώματα στα χωριά τους.
Το τελετουργικό της θυσίας ακολουθεί την αρχαία ελληνική παράδοση, αφού και εδώ ο κέδρος και η βελανιδιά είναι τα ιερά δένδρα του DI ZAU. Ο καπνός των κλαδιών που καίγονται ευχαριστεί τους θεούς. Αυτοί που συμμετέχουν στη θυσία πρέπει να κάνουν καθαρτήριο λουτρό με νερό πηγής ή με μούστο από σταφύλια που έκοψαν πρόσφατα.
Με το αίμα του ζώου ραντίζουν το βωμό και τη φωτιά που έχουν ανάψει. Κατά τη διάρκεια της τελετής όλοι οι άνδρες προσεύχονται μεγαλόφωνα στους θεούς. Οι γυναίκες δεν συμμετέχουν. Τα κέρατα του θυσιαζόμενου ζώου κοσμούν τις προσόψεις των σπιτιών, αφού το δικέρατο σύμβολο παραμένει ακόμα ιερό στον τόπο τους από τότε που ο μεγάλος στρατηλάτης το υιοθέτησε, όταν επισκέφθηκε το Ιερό του 'Αμμωνα Δία στην όαση Σίβα.
Οι Καλάς ακολουθούν σήμερα τα ίδια αρχαία έθιμα, δηλαδή καθαρτήρια λουτρά, ψήσιμο ειδικών άρτων, πυρσοφορίες, σεξουαλικά πειράγματα, προσφορά τροφών στους προγόνους τους κ.α.
Στις θρησκευτικές εορτές που παρευρίσκονται και γυναίκες εκτελούνται γυναικείοι κυκλικοί χοροί. Οι γυναίκες είναι πιασμένες σε κύκλο με τα χέρια πλεγμένα πίσω από την πλάτη και συνοδεύουν το χορό με τραγούδι.
Η οργανική συνοδεία που βρίσκεται στο κέντρο του κύκλου είναι ένα μεγάλο νταούλι, ξύλινες φλογέρες και τοξοειδής άρπα με τέσσερις χορδές που θυμίζει την αρχαιοελληνική λύρα. Μέσα στη θάλασσα των μουσουλμάνων της Ασίας, οι Καλάς είναι οι μόνοι που παράγουν κρασί και το χαίρονται στις γιορτές και στις συνάξεις τους.
Οι Καλάς διατηρούν παλαιόθεν πολλές γιορτές καθιερωμένες τιμητικά σε θεούς και γεγονότα, όπως η γιορτή της άνοιξης (14 και 15 Μαΐου), αφιερωμένη στην Θεά Εστία (Τζιεστιάκ). Το PHOOL (20-25 Σεπτέμβρη) που γίνεται με την ευκαιρία του τρύγου και της σοδειάς των καρυδιών.
Η γιορτή του CHAUMOS (ΚΩΜΟΣ) αρχίζει από 18 Δεκεμβρίου και διαρκεί 15 μέρες, με ενδιάμεσα διαλείμματα, για ξεκούραση. Αποσκοπεί δε στο καλωσόρισμα του καινούργιου χρόνου.
Οι γιορταστικές αυτές εκδηλώσεις, παράλληλα με την θρησκευτική ή άλλη σημασία τους, λειτουργούνται ως ένα είδος «Νυφοπάζαρου». Δηλαδή οι νέοι και οι νέες, με την ευκαιρία της συνάντησής τους, και στο μεταξύ των τραγουδιών και του χορού, αλληλογνωρίζονται και ανταλλάσσουν αθώα πειράγματα, προχωρούν σε ερωτικά μηνύματα, που πολλές φορές καταλήγουν σε πρόταση γάμου. Τότε, εάν προκύψει έρωτας, η νέα δίνει στον νέο το σκαλισμένο από την ίδια μπαστούνι, που κρατάει στην διάρκεια του χορού.
Ας σημειωθεί ότι οι Καλάς παντρεύονται μόνον από έρωτα και μάλιστα σε μικρή ηλικία. Τα αγόρια από 16 χρονών και τα κορίτσια από 14. Η διαδικασία του γάμου είναι απλή :
Αφού πρώτα τα «βρήκαν» μεταξύ τους οι νέοι, γνωστοποιούν τη θέλησή τους να παντρευτούν, στους γονείς τους, οι οποίοι δεν έχουν κανένα άλλο λόγο, παρά μόνο να συζητήσουν και να αποφασίσουν για το ύψος της προίκας (από 5.000 ρουπίες και άνω, 1 ρουπία = 0,02 Ευρω, ή κάποιο χωράφι ή μερικά ζώα), που θα δώσει ο γαμπρός στον πατέρα της νύφης.
Μετά τη συμφωνία τους, που πολύ σπάνια δεν επιτυγχάνεται, ορίζεται η ημερομηνία του γάμου. Μετά το γάμο, και κατά τεκμήριο ενηλικίωση της γυναίκας, η θέση της, στην κοινωνία της φυλής αποκτάει ιδιαίτερη σημασία, γιατί είναι αυτή που θα επωμισθεί ευθύνες και θα φέρει στον κόσμο καινούργιους ανθρώπους.
Ο καταμερισμός υποχρεώσεων ανάμεσα στο αντρόγυνο είναι προδιαγεγραμμένος με πολύ σαφήνεια. Η γυναίκα έχει την ευθύνη του νοικοκυριού, την φροντίδα των παιδιών και τις ελαφριές δουλειές στα χωράφια. Ο άντρας αναλαμβάνει το όργωμα, αλώνισμα και μεταφορά της σοδειάς. Κύρια όμως ευθύνη του είναι η κτηνοτροφία.
Η γλώσσα τους έχει στοιχεία από τα Περσικά, τα Σανσκριτικά και τα Ελληνικά, αφού βρίσκουμε λέξεις που έχουν κοινές ρίζες με τη δική μας γλώσσα.
ΝΟΜ = όνομα
ΠΑΡΕΙΜ = πορεύομαι, διαβαίνω εκ του πάρειμι
ΧΕΜΑΝ = χειμώνας
ΙΛΑ = έλα
ΔΟΝΤΟΥΓΙΑ = δόντια
DI = δίδω
ΙΣΠΑΤΑ = χαιρετισμός, εκ του ασπάζομαι. Γι' αυτό φιλιούνται
όταν συναντιούνται μετά από καιρό
Επίσης, «Tο όμορφο», το λένε «εις καλόν», τη γυναίκα «γυναίκ», τα καρύδια «γιουνάν αρύδ», τον Μακεδόνα «Μαχεντόν», τις Χάριτες «Χαρίτας», τους Ίωνες (Έλληνες) «Γιουνάν», τον δήμο «ντίμο», την Αφροδίτη «Αφροντάιν». Αλλά και στη γύρω περιοχή, που μέχρι τα τέλη του προηγούμενου αιώνα ανήκε στην αυτόνομη επικράτεια του Καφιριστάν (χώρα των απίστων κατά τους Μουσουλμάνους, που κατάφεραν να εξισλαμίσουν το μεγαλύτερο ποσοστό των Καφίρς), συναντά κανείς στους χαιρετισμούς τους λέξεις όπως «χάιρε, χαϊρέτα, γιάμασις».
Η γλώσσα των Καλάς δεν γράφεται. Οι Δανοί ερευνητές που ασχολούνται από το 1948 μαζί τους έχουν κατασκευάσει έναν τύπο αλφαβήτου που στηρίζεται στο φωνητικό.
Η ενδυμασία των γυναικών μοιάζει πολύ με τον αρχαίο χιτώνα.
Το φόρεμά τους είναι μαύρο και είναι κεντημένο στα μανίκια, γύρω από το λαιμό και στον ποδόγυρο. Το χτένισμά τους είναι χαρακτηριστικό με τις πέντε πλεξούδες που το αποτελούν. Το γιορτινό καπέλο τους φέρει φούντα και κατά τη διάρκεια των γιορτών τους κοσμείται με φτερά και αρωματικά κλαδιά. Μοιάζει με το λοφίο περικεφαλαίας της Μακεδονίτικης στολής.
Τα θαλασσινά κοχύλια είναι απαραίτητο κόσμημα των καπέλων τους, πιθανό κατάλοιπο της θαλασσινής καταγωγής τους.
Οι άνδρες μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα φορούσαν χιτώνιο-σάκο που το ονόμαζαν "Σακάτσι". Το καπέλο τους θυμίζει την αρχαία μακεδονική Καυσία.
Ο τρόπος κατασκευής των σπιτιών τους έχει πολλά κοινά στοιχεία με το μακεδονίτικο σπίτι. Είναι κτισμένα με πέτρες και ξύλα και με εξώστη στο πάνω πάτωμα. Στις προσόψεις των σπιτιών τους υπάρχουν ξυλόγλυπτα μοτίβα που παραπέμπουν σε ανάλογα ελληνικά (μαίανδροι, ρόδακες, γεωμετρικά σχήματα και ακτινωτά αστέρια).
Από παράδοση κάθονται σε καρέκλες και σκαμνιά, σε αντίθεση με τον παραδοσιακό τρόπο των Ασιατών που κάθονται οκλαδόν. Ο Πακιστανικός οργανισμός Τουρισμού τους προβάλλει ως απογόνους των στρατιωτών του Μ. Αλεξάνδρου. 'Ετσι πολλοί επισκέπτονται τις κοιλάδες τους για να γνωρίσουν τη μοναδική αυτή φυλή.