Οι ανθρωποθυσίες της Κρόνιας λατρείας και η εγκατάστασή της στα (Ιερο)Σόλυμα
Στην αυγή της «επίσημης» καταγεγραμμένης ιστορίας (δηλ. περίπου στην τέταρτη χιλιετία π.κ.Ε.) οι Έλληνες -αφού συνήλθαν από τις καταστροφές που τους προξένησε ο μεγάλος κατακλυσμός (ο οποίος εξαφάνισε στο βυθό του Αιγαίου τον εξελιγμένο πανάρχαιο Ελληνικό πολιτισμό της Αιγηίδος)- εμφανίστηκαν ξανά στο προσκήνιο. Διοικητικό και πολιτισμικό κέντρο αναδείχθηκε τότε η Κρήτη, η οποία, στηριζόμενη στην ναυτική της υπεροπλία, επανένωσε μέσω των θαλασσίων οδών τους διεσπαρμένους σε Ευρώπη, Ασία και Β. Αφρική εναπομείναντες Έλληνες, δίνοντας ταυτόχρονα μέσω του εμπορίου την ευκαιρία για πολιτισμική αναγέννηση και των υπολοίπων λαών.
Ο ηγέτης της Κρήτης Μίνωας αναγνωρίστηκε πρώτος μεταξύ των Ελλήνων βασιλέων και ηγεμόνων. Παράλληλα ο ίδιος φρόντισε για την επέκταση της εξουσίας του και σε εδάφη μη Ελληνικά, δημιουργώντας νέες αποικίες κοντά στις πληγείσες και αδύναμες πλέον προκατακλυσμιαίες Ελληνικές εστίες της Μικράς Ασίας, της μέσης Ανατολής και της Αιγύπτου, φθάνοντας ακόμα και μέχρι την Ιρλανδία σύμφωνα με Ιρλανδικές παραδόσεις των Δρυΐδων.
Παρά την προσπάθεια του Μίνωα να ενδυναμώσει τον Ελληνισμό, από νωρίς εκδηλώθηκε έντονη συνωμοτική αντίδραση και αντίσταση στο έργο του. Αυτή προέρχονταν από τους οπαδούς της παλαιάς Κρόνιας τυραννίας, η οποία είχε ηττηθεί στον πόλεμο του Δία κατά των υιών του Κρόνου Τιτάνων (Τιτανομαχία). Οι Κρόνιοι μεταξύ άλλων ευθύνονται και για τον παγκόσμιο-εμφύλιο πόλεμο Αιγαίων και Ατλάντων το 9.500 π.Χ. (η χρονολογία αυτή δίνεται από τον Πλάτωνα στον «Τίμαιο»). Ο πόλεμος αυτός είχε λήξει με την ήττα και καταστροφή της Κρόνιας Ατλαντίδος.
Αν και είχαν νικηθεί κατά κράτος από τις Διογενείς δυνάμεις, οι λειτουργοί και οπαδοί του Κρόνου συνέχισαν να αντιμάχονται «υπογείως» όσους βίωναν και εξάπλωναν την κοσμοθεωρία που είχε εγκαθιδρύσει ο Ζευς ως οικουμενικός βασιλέας. Η ιδεολογία του Διός κατά την πάροδο των αιώνων εξελίχθηκε, για να καταλήξει σε ότι ονομάζουμε σήμερα Ελληνισμός.
Ο Μίνως λοιπόν σύμφωνα με τα αρχαία κείμενα ήταν ένας ηγέτης που άνηκε στο στρατόπεδο των Διογενών, όπως μαρτυρεί και ο Όμηρος (Οδύσσεια, ραψωδία τ, στοίχος 179): «Πόλη μεγάλη είναι η Κνωσός της Κρήτης, όπου ο Μίνωας, του Δία συνομιλητής, βασίλευε εννέα χρόνια«. Άρα ο Μίνως, και λόγω αξιώματος, ήταν ο κυριότερος εχθρός των Κρονίων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι εκείνη η περίοδος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η εποχή της μεγάλης σύγχυσης, εφ’ όσον ο κόσμος είχε προέλθει από μία παγκόσμια καταστροφή.
Φυσικά στο επίκεντρο του προβλήματος βρίσκονταν η ανθρωπότητα, που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της μετά από περίπου 4 χιλιετίες ημιάγριας κατάστασης. Ωστόσο καθ΄ όλη τη μακρά αυτή περίοδο βαρβαρότητας η απαραίτητη σπερματική γνώση (μαγιά) για την παλινόρθωση του πολιτισμού είχε σωθεί από τα ιερατεία του Διός στις βιβλιοθήκες των ναών, όπως ομολογεί στον Τίμαιο του Πλάτωνας ο αιγύπτιος ιερέας Σόγχιτος απευθυνόμενος στον Σόλωνα.
Οι Κρόνιοι από την άλλη μεριά δεν παρέδωσαν τα όπλα. Προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν το χάος που επικράτησε εξαιτίας του κατακλυσμού, ώστε να επιβάλουν δια της πλαγίας οδού (δηλ. μέσω της θρησκείας) την τυραννία τους στους δυστυχείς ανθρώπους. Το κυριότερο χαρακτηριστικό της Κρόνιας λατρείας ήταν οι ανθρωποθυσίες, και αυτή είναι μία πληροφορία που την αντλούμε από τον Πλούταρχο. Βεβαίως τα ιερατεία του Διός δεν έμειναν αδρανή.
Οι τιμωρίες για τους οπαδούς του Κρόνου ήταν υποδειγματικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι του Λυκάωνος, βασιλιά της Αρκαδίας. Ο Παυσανίας στα «Αρκαδικά» του καταγράφει το περιστατικό: «Κατά τη γνώμη μου ο Λυκάων ήταν σύγχρονος με τον βασιλιά των Αθηναίων Κέκροπα, όμως οι δύο τους δεν υπήρξαν εξίσου συνετοί στην αναζήτηση του καλύτερου τρόπου λατρείας: ο Κέκρωψ ονόμασε πρώτος τον Δία ύπατο (ύψιστο θεό) και έκρινε, πως δεν είναι σωστό να θυσιάσει ζωντανή ύπαρξη και πρόσφερε στο βωμό γλυκίσματα του τόπου, που τα ονομάζουν πελάνους ακόμα και τώρα οι Αθηναίοι. Ο Λυκάων όμως έφερε πάνω στο βωμό του Λύκαιου Δία ανθρώπινο βρέφος και θυσίασε το βρέφος, για να βρέξει το βωμό με αίμα« (Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, «Αρκαδικά»,VIII, 2, 3-3.1).
Μετά την βεβήλωση του βωμού ο Ζευς τιμώρησε τον Λυκάωνα και τον μεταμόρφωσε σε λύκο. Ο Παυσανίας, όπως φαίνεται και από το κείμενο, επιδοκιμάζει τον Διογενή Κέκρωπα τον οποίο αποκαλεί συνετό στην αναζήτηση του σωστότερου τρόπου λατρείας. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, ότι η αντιπαράθεση Κρονίων και Διογενών συνεχίστηκε με την μορφή σύγκρουσης ιερατείων που πρέσβευαν την μία ή την άλλη κοσμοθεωρία.
Η ίδρυση των (Ιερο)Σολύμων από Κρόνιους: Η άνοδος του Μίνωα στον θρόνο της Κρήτης σήμανε την αντίστροφη μέτρηση για τους οπαδούς του Κρόνου, οι οποίοι συσπειρώθηκαν γύρω από τον Σαρπηδόνα, αδερφό του Μίνωα. Ο Ηρόδοτος αναφέρει: «Όταν τα παιδιά της Ευρώπης, ο Σαρπηδών και ο Μίνως, μάλωσαν για την βασιλεία και επικράτησε ο Μίνωας, ο Σαρπηδών έφυγε μαζί με τους συντρόφους του. Οι εξόριστοι έφθασαν στην Μιλυάδα της Ασίας, όπου σήμερα κατοικούν οι Λύκιοι. Τότε λέγονταν Μιλυάδα και οι Μιλύες λέγονταν Σόλυμοι. Βασιλιάς ήταν ο Σαρπηδών…» («Κλειώ», 173).
Όπως λεει ο Ηρόδοτος, η εξέγερση των Κρονίων με ηγέτη των Σαρπηδόνα απέτυχε. Ο Μίνωας τους εξόρισε στην Μέση Ανατολή όπου και πήραν το όνομα Σόλυμοι, ίδρυσαν την πόλη Σόλυμα και ανακήρυξαν τον Σαρπηδόνα βασιλιά τους. Ότι οι Σόλυμοι, ο λαός του Σαρπηδόνα, ήταν λάτρες του Κρόνου, μας το λέει ο Πλούταρχος: «Πράγματι πληροφορούμαι, ότι οι Σόλυμοι, οι γείτονες των Λυκίων, τιμούσαν ιδιαίτερα τον Κρόνο….» (Πλούταρχος, «Hθικά», «Περί των Εκλελοιπότων Χρηστηρίων», 421D).
Ότι ίδρυσαν εκείνοι την πόλη Σόλυμα το πληροφορούμαστε από τον Ιουδαίο ιστορικό και ραβίνο Ιώσηπο: «….επειδή επί της εποχής του Αβραάμ, του προγόνου μας, η πόλη λέγονταν Σόλυμα. Πολλοί λένε, ότι και ο Όμηρος την αποκαλεί Σόλυμα. Την δε προσωνυμία «Ιερο-» οι Εβραίοι έβαλαν αργότερα. Ήταν κατά την εποχή που με τη στρατιά του Ιησού (του Ναυή) κατά των Χαναναίων και του πολέμου, κατά τον οποίο οι Χαναναίοι κράτησαν (την πόλη), που (ο Ιησούς) κατένειμε στους Εβραίους, οι οποίοι όμως δεν κατάφεραν να διώξουν (τους Χαναναίους) από τα Ιεροσόλυμα, μέχρι που την πολιόρκησε ο Δαυίδ….» (Ιώσηπος, «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία», Ζ,3,10-25).
Οι Κρόνιοι με ηγέτη τον Σαρπηδόνα δεν ξέχασαν ποτέ το μίσος για τους Διογενείς. Σύντομα απώλεσαν και κάθε στοιχείο Ελληνικής εθνικής συνείδησης. Η επόμενή τους κίνηση ήταν, να αναζητήσουν συμμάχους ομοϊδεάτες ανάμεσα στα βαρβαρικά φύλα που τους περιτριγύριζαν. Αυτοί βρέθηκαν στο σημιτικό βασίλειο των Ακαδίων, στην Μεσοποταμία, που είχε δημιουργηθεί πάνω στα ερείπια της Μινωικής Σουμερίας. Οι Ακάδιοι είχαν δύο κυρίαρχους αρσενικούς θεούς: τον «Ένκυ» και τον «Ενλίλ».
Αμφότεροι άνηκαν στο πάνθεον των Αννουνάκι. Ο Ένκυ σύμφωνα με τον σερ Λώρενς Γκάρντνερ είναι ο θεός που οι Εβραίοι ονόμαζαν «Άδον» ή «Κύριο», δηλαδή «ο καλός θεός», ο Ενλίλ ήταν ο θεός Τυφών, που κατάστρεψε τις Ελληνικές πολιτείες των Σοδόμων και των Γομόρρων, και τον γνωρίζουμε ως Γιαχβέ, δηλαδή «ο κακός θεός». Ο τελευταίος, ο Ενλίλ-Γιαχβέ, ταυτιζόταν με τον Σεθ ή Σετ των Αιγυπτίων, δηλαδή τον Τιτάνα Τυφώνα των Ελλήνων.
Σύμφωνα με τα Διονυσιακά του Νόννου, όταν ο Κρόνος και οι Τιτάνες νικήθηκαν από τους Ολύμπιους , ο Τυφών αντεπαναστάτησε κατά του Διός. Ο πόλεμος θεών και Τιτάνων επαναλήφθηκε σε δεύτερο γύρο. Τελικά οι Έλληνες Ολύμπιοι στέφθηκαν ξανά νικητές. Ο Τυφών-Ενλίλ-Γιαχβέ-Σεθ, όπως αντιλαμβανόμαστε ήταν ο διάδοχος του Κρόνου στην ηγεσία των Τιτάνων. Στην ουσία όμως Κρόνος και Τυφών ταυτίζονται, γεγονός που θα αποδειχθεί παρακάτω από τα αρχαία κείμενα.
Η συμμαχία Κρονίων και σημιτικών φυλών: Οι Χαλδαίοι-Ακάδιοι πρέπει να καλοείδαν την συμμαχία με τους Σολυμίτες. Είναι η εποχή, που ο μάγος Αβραάμ από την πόλη Ουρ της Μεσοποταμίας περιφέρεται στην περιοχή της Φιλισταίας (Παλαιστίνης) κατασκοπεύοντας τις Μινωικές αποικίες, ενώ η δράση του φθάνει και μέχρι την Αίγυπτο, όπου υπήρχε κρυφό μεν αλλά ισχυρό ιερατείο του Τυφώνος. Ο Αβραάμ και οι δικοί του ονομάστηκαν Εβραίοι, λέξη που σημαίνει «περιπλανώμενοι». Πράγματι σκοπός της ομάδος αυτής δεν ήταν να στεριώσει κάπου, αλλά να αναγνωρίσει το έδαφος για την εισβολή που θα επακολουθούσε, και γι’ αυτό το λόγο έπρεπε να βρίσκονται συνεχώς σε κίνηση.
Στα χρόνια που ακολούθησαν η Κρόνια παράταξη ετοιμαζόταν πυρετωδώς για την αντεπίθεσή της. Σκοπός ήταν να καταληφθεί πρώτα η Αίγυπτος και κατόπιν η Παλαιστίνη-Φιλισταία. Παράλληλα η επιμειξία Κρονίων Ελλήνων και σημιτικών φυλών δημιούργησε τον πειρατικό λαό των Φοινίκων οι οποίοι, σύμφωνα με τον Πλούταρχο («Περί Δεισιδαιμονίας» 171Β) ήταν Κρόνιοι. Η ναυτική ικανότητα του λαού αυτού επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για την εισβολή στην κυρίως Ελλάδα, πράγμα που το είδαμε να γίνεται πράξη αιώνες μετά, κατά την διάρκεια των Μηδικών πολέμων.
Η Αίγυπτος λοιπόν δεν ήταν εύκολος στόχος. Η χώρα αυτή την εποχή εκείνη ήταν ιδιαίτερα ισχυρή και σύμμαχος της Μινωικής ομοσπονδίας. Αποφασίστηκε λοιπόν να αλωθεί από τα μέσα. Η εβραϊκή βίβλος με γλαφυρές περιγραφές αναφέρει, ότι οι Αιγύπτιοι είχαν αιχμαλωτίσει τους Εβραίους που ζούσαν εντός της επικράτειάς τους, επειδή τους φοβούνταν.
Η εξέγερση του ιερέα Οσαρσήφ, δηλαδή του Μωυσή (σύμφωνα με τα «Αιγυπτιακά» του Μανέθωνα), είχε ως σκοπό την επιβολή της Κρόνιας (Τυφών-Σεθ) λατρείας στην Αίγυπτο. Οι ταραχές ξέσπασαν, μόλις αποκαλύφθηκε ότι ο Οσαρσήφ ήταν ένας «μεμιασμένος» ιερέας (με την λέξη αυτή να σημαίνει, ότι ο Μωυσής είχε τελέσει ανθρωποθυσία εντός του ναού: βλ. Και Ι.Φουράκη, «η πρώτη σύγκρουση Ελλήνων-Εβραίων», σελ.80). Η ανθρωποθυσία έχει ήδη αναφερθεί ότι ήταν χαρακτηριστικό της Κρόνιας λατρείας. Ο φόνος αυτός επιβεβαιώνεται και στο κεφάλαιο β’ της » εξόδου», στα χωρία ια-ιε, όπου διαβάζουμε: «Αμέσως εφόνευσεν (ο Μωησής) αυτόν (τον Αιγύπτιο) και τον έχωσε εις την άμμον«.
Τα γεγονότα από εδώ και μετά είναι πολύ-λίγο γνωστά. Οι Αιγύπτιοι οπαδοί του Οσαρσήφ-Μωυσή έχασαν τον πόλεμο και εξορίστηκαν από την Αίγυπτο. Πέρασαν στη χερσόνησο του Σινά και ονομάστηκαν Ισραήλ, δηλαδή: «Ο λαός του θεού» (Ηλ). Όχι όμως οποιουδήποτε θεού, αλλά του Κρόνου, εφ’ όσον ξέρουμε, ότι: «Κρόνον τοίνυν οι Φοίνικες Ηλ προσαγορεύουσιν…» (Ερενίου Φίλωνος, «φοινικική ιστορία», απόσπασμα καταχωρημένο στο Δ΄ βιβλίο, κεφάλαιο Ζ΄, του έργου «Ευαγγελική προπαρασκευή» του Ευσέβιου Καισαρείας).
Η αποτυχία στην Αίγυπτο δεν πτόησε το Κρόνιο ιερατείο. Οι Αιγύπτιοι εξόριστοι (Ισραηλίτες) συμμάχησαν με τους Έλληνες Σόλυμους (Ιουδαίους) και υπό το γενικό όνομα Εβραίοι (έτσι τους ήξεραν οι Κρήτες της Φιλισταίας) ξεκίνησαν το θεάρεστο έργο της γενοκτονίας των Διογενών Ελλήνων: «Δια τούτο τάδε λέγει ο κύριος. Ιδού εγώ εκτείνω την χείρα μου επί τους αλλοφύλους και εξολοθρεύσω Κρήτας και απολώ τους καταλοίπους τους κατοικούντας την παραλίαν» (Ιεζεκιήλ, ΚΕ΄, στ΄).
Η Κρόνια λατρεία στον Πλούταρχο: Ο Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς ήταν αρχιερέας του Απόλλωνα στους Δελφούς. Από την θέση του αυτή συχνά καταφέρθηκε κατά της δεισιδαιμονίας και των υπολοίπων της Κρόνιας λατρείας. Ο ίδιος θεωρούσε την Κρόνια λατρεία βάρβαρη, ανθελληνική και επικίνδυνη για την ανθρωπότητα. Από τον Πλούταρχο γνωρίζουμε, ότι οι Φοίνικες λάτρευαν τον Κρόνο και του πρόσφεραν ανθρωποθυσίες: «Πέρασε πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα στην Καρχηδόνα, επειδή ο Κρόνος δέχεται μεγάλες τιμές…» (Πλούταρχος, «Ηθικά», «Περί του Εμφαινομένου προσώπου τω Κύκλω της Σελήνης», 942C).
«Δεν θα ήταν πιο ωφέλιμο για τους Καρχηδόνιους να πάρουν εξ αρχής ως νομοθέτη τον Κριτία ή τον Διαγόρα και να μην πιστεύουν στην ύπαρξη κανενός θείου πνεύματος ή θεού, από το να κάνουν θυσίες σαν και αυτές που πρόσφεραν στον Κρόνο; Δεν θα ήταν αυτά, όπως αναφέρει ο Εμπεδοκλής, μιλώντας για εκείνους που θυσίαζαν ζωντανά πλάσματα: «σηκώνει ο πατέρας τον αγαπητό του γιο, που έχει αλλάξει στη μορφή, και κάνοντας προσευχή τον σφάζει, ο ανόητος», αλλά με γνώση και συνείδηση πρόσφεραν οι ίδιοι θυσία τα παιδιά τους, ενώ οι άτεκνοι αγόραζαν από τους φτωχούς παιδιά και τα έσφαζαν σαν αρνιά ή σαν μικρά πουλιά, ενώ η μητέρα στέκονταν πλάι αυστηρή και χωρίς να θρηνεί.
Αν όμως στέναζε ή δάκρυζε, στερούνταν την τιμή, αλλά και το παιδί της δεν γλίτωνε την θυσία. Μπροστά μάλιστα από το άγαλμα όλη η περιοχή γέμιζε από θορύβους, καθώς άρχιζαν να παίζουν τους αυλούς και να χτυπούν τα τύμπανα, για να μην ακούγεται η βοή των θρήνων. Αν ωστόσο γίνονταν άρχοντές μας οι Τυφώνες ή οι Γίγαντες, διώχνοντας τους θεούς, με ποιες άραγε θυσίες θα ευχαριστούνταν ή ποιες άλλες ιεροτελεστίες θα απαιτούσαν;» (Πλούταρχος, «Ηθικά», «Περί Δεισιδαιμονίας», 171Β -Α).
Η περιγραφή της ανθρωποθυσίας των Φοινίκων προς τιμή του Κρόνου, που μας δίνει ο Πλούταρχος, είναι κάτι παραπάνω από ανατριχιαστική. Στην τελευταία πρόταση μάλιστα ταυτίζει την λατρεία του Κρόνου με εκείνη του Τυφώνος. Μάλιστα στο «Περί Ίσιδος και Οσίριδος» (365 Α) ο ίδιος θεωρεί τον Τυφώνα υιό του Κρόνου: «Είναι δε τέκνα ο Τυφών και ο Νέφθυς του Κρόνου«.
Ο Τυφών κατά τον Πλούταρχο είναι ο γενάρχης των Ιουδαίων: «Ορισμένοι πάλι, που λένε ότι εφτά μέρες κράτησε η φυγή του Τυφώνος πάνω σε γάιδαρο μετά την μάχη και, όταν αυτός σώθηκε, γέννησε τον Ιεροσόλυμο και τον Ιουδαίο, είναι ολοφάνερο με βάση αυτό, ότι ανάμειξαν στο μύθο Ιουδαϊκά στοιχεία» («Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 363C).
Ο Τυφών είχε ως σύμβολό του τον γάιδαρο: «Νομίζουν επίσης, ότι ο γάιδαρος, όπως είπαμε, είναι όμοιος με τον Τυφώνα…«. Γνωρίζουμε από τον Απίωνα, ότι μέσα στα «Άγια των Αγίων» του ναού του Σολομώντα υπήρχε ένα ομοίωμα του γαϊδάρου, στο οποίο οι ιερείς του Ισραήλ πρόσφεραν θυσίες. Φυσικά ο γάιδαρος αυτός ήταν ο Σεθ ή Σετ (Τυφών).
Ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος προσπάθησε να διαψεύσει τις καταγγελίες του Απίωνος: «Μέσα στον ναό αυτόν ο Απίων είχε το θράσος να υποστηρίζει, ότι οι Ιουδαίοι διατηρούν το κεφάλι ενός γαϊδάρου, ότι λατρεύουν αυτό το ζώο και υποκλίνονται μπροστά του με μεγάλο σεβασμό. Το γεγονός που αναφέρει έχει σχέση με την λεηλασία του ναού από τον Αντίοχο τον Επιφανή, όταν ανακαλύφθηκε ένα κεφάλι φτιαγμένο από χρυσό μεγάλης αξίας.
Για το θέμα αυτό ήθελα πρώτα να πω, ότι, ακόμα και αν είχαμε ένα τέτοιο λατρευτικό αντικείμενο, ένας Αιγύπτιος είναι ο τελευταίος που θα μπορούσε να μας κατηγορήσει. Γιατί ο γάιδαρος δεν είναι χειρότερος από τις γάτες, τα τραγιά και τα υπόλοιπα πλάσματα, που στη χώρα του περνιούνται για θεοί» (Ιώσηπος, «Κατ’ Απίωνος», λόγος Β’, 80-82). Επίσης στο ίδιο έργο ο Ιώσηπος απαντά στις κατηγορίες του Απίωνα ότι οι Ιουδαίοι θυσίαζαν Έλληνες και μετά τους έτρωγαν, ορκιζόμενοι αιώνιο μίσος προς τον Ελληνισμό.
Στα «Συμποσιακά» του Πλουτάρχου γίνεται δια στόματος Λαμπρία αναφορά σε τιμές που αποδίδουν οι Ιουδαίοι στον γάιδαρο: «Όχι βέβαια, είπε ο Λαμπρίας παίρνοντας τον λόγο, αλλά κρατιούνται οι Ιουδαίοι μακριά από το λαγό λόγω της ομοιότητάς του με το ζώο που τιμούν περισσότερο απ’ όλα… πράγματι ο λαγός μοιάζει με γάιδαρο…» (Πλούταρχος «Συμποσιακά», βιβλίο τέταρτο, πρόβλημα Ε, 670 Ε).
Αλλά και η μέρα λατρείας του Γιαχβέ, το Σάββατο, ήταν η μέρα αφιερωμένη στον Κρόνο. Οι μέρες έπαιρναν το όνομά τους από το όνομα του πλανήτη της πρώτης ώρας τους σύμφωνα με τάξη αντίστροφη αυτής των πλανητών. Για παράδειγμα, εάν η πρώτη ώρα μιας μέρας ήταν η ώρα του Ήλιου, η πρώτη ώρα της δεύτερης μέρας σύμφωνα με τον χωρισμό σε 12 ώρες θα ήταν της Σελήνης κ.ο.κ. Στις λατινογενείς ονομασίες ακολουθείται η αρχή αυτή. Έτσι η Κυριακή είναι η «Sun-day», μέρα του Ήλιου.
Η δική μας Δευτέρα είναι η μέρα της Σελήνης (Luna): Lunedi και στα Αγγλικά M(o)on-day. Έτσι φθάνουμε στο Σάββατο, την έβδομη ημέρα, που είναι αφιερωμένη στον Κρόνο (Saturnus): στα Αγγλικά «Satur-day». Ένα ακόμα αποδεικτικό στοιχείο είναι το πρώτο συνθετικό «Σατ-» στην λατινική ονομασία του Κρόνου, το οποίο είναι πολύ κοντά στην Αιγυπτιακή ονομασία του Τυφώνος, δηλαδή του «Σετ».
Τέλος και στις σύγχρονες Σατ-ανιστικές τελετές, όπου η μαγεία ασκείται και μέσω της «Σολομωνικής», η ανθρωποθυσία αποτελεί κεντρικό στοιχείο της τελετής.
© Στέφανος Μυτιληναίος, περιοδικό «Δαυλός».